Άρθρο στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής για τη Δημόσια Ασφάλεια

Η βομβιστική ενέργεια με στόχο την Βουλή των Ελλήνων και το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, επανέφερε για πολλοστή φορά τους τελευταίους μήνες στο προσκήνιο το ζήτημα της δημόσιας ασφάλειας. Επανέφερε επίσης τον προβληματισμό για τα μέτρα που θα πρέπει να πάρει η Ελληνική Πολιτεία, προκειμένου να αντιμετωπισθεί το φαινόμενο της συνεχώς αναπαραγόμενης βίας και τρομοκρατίας. Ουδείς γνωρίζει και σε αυτή την περίπτωση κατά πόσον πρόκειται για πραγματικά «νέα» τρομοκρατία ή αν αντιμετωπίζουμε διάδοχη κατάσταση των τρομοκρατικών ομάδων του παρελθόντος. Πασιφανές είναι σε κάθε περίπτωση ότι απαιτείται εγρήγορση όλων των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, συναίνεση για την αντιμετώπιση του φαινομένου, πρόγραμμα και μεθοδικότητα.

Ζούμε σε καιρούς κοινωνικών αλλαγών, σε εποχή ισχυρών μεταναστευτικών ρευμάτων. Απαιτείται νέα αντίληψη αντιμετώπισης, ριζική αναδιάρθρωση νοοτροπίας μηχανισμών και μεθόδων, ταχύτατη ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής εμπειρίας. Αυτό που δεν απαιτείται είναι οι καινοφανείς θεωρίες περί «αφύλακτης» πόλης, σε αντιδιαστολή με μια υποτιθέμενη «στρατοκρατούμενη» του αρμόδιου Υπουργού Προστασίας του Πολίτη. Η ανάγκη εξεύρεσης δικαιολογίας για το πως κατάφεραν να χτυπήσουν οι βομβιστές σε ώρα και μέρα μεγάλης κίνησης και να πραγματοποιήσουν επίδειξη δύναμης στο κεντρικότερο και πιο συμβολικό για το πολίτευμα και την ιστορική μνήμη σημείο της πόλης, είναι κατανοητή. 

Μέχρι ενός σημείου όμως, καθώς για όλους και για όλα υπάρχει το όριο της κοινής λογικής των πολιτών. Ακόμη και σήμερα, το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη εμφανίζεται διστακτικό, αν όχι αρνητικό, στη χρησιμοποίηση των καμερών ασφαλείας, οι οποίες θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην εξεύρεση των δραστών εγκληματικών ενεργειών, αλλά και να λειτουργήσουν αποτρεπτικά. Ουδείς υποστηρίζει ότι πρέπει να δημιουργηθεί «κράτος μεγάλου αδελφού» – για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση του συρμού της οποίας το πραγματικό νόημα φοβούμαι ότι δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι όταν την εκστομίζουν. Στην Ελλάδα του 2010 το Κράτος δεν είναι οργουελλιανό και ευτυχώς υπάρχουν πολλές ασφαλιστικές δικλείδες για να μην συμβεί κάτι τέτοιο.

Αυτό που δυστυχώς δεν υπάρχει είναι κοινός νους, που να επιτρέπει τον διαχωρισμό τελείως διαφορετικών πραγμάτων. Που να διαχωρίζει για παράδειγμα την πολιτική διαμαρτυρία, όσο έντονη και αν είναι, από τον χουλιγκανισμό ή την ωμή βία με ιδεολογικό περιτύλιγμα. Την ίδια στιγμή προβάλλεται, εκπορευόμενη από συγκεκριμένους πολιτικούς κύκλους, μια απόπειρα ιεράρχησης της ελευθερίας ως υπέρτερου της ασφάλειας αγαθού.

 Η πρόθεση και μόνο της ιεράρχησης υποδηλώνει λανθασμένη αντίληψη. Η πραγματική ελευθερία δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο μέσα σε καθεστώς ασφάλειας. Και η πραγματική ασφάλεια δεν επιτυγχάνεται παρά μόνο σε καθεστώς ελευθερίας. Το ένα αγαθό προϋποθέτει το άλλο. Πόση ασφάλεια μπορεί να υπάρχει σε ένα τυραννικό καθεστώς; Και πόση ελευθερία μπορεί να υπάρχει μέσα σε ένα πλαίσιο αβεβαιότητας για τη διαφύλαξη της ζωής, της αξιοπρέπειας και της ιδιοκτησίας; Άλλωστε ιστορικά, η κοινοβουλευτική δημοκρατία ρίζωσε στις σύγχρονες κοινωνίες μόνο όταν κατάφερε το κράτος να εγγυηθεί τη ζωή, την περιουσία και την αξιοπρέπεια του πολίτη. Και βέβαια δεν είναι ασφαλής ο πολίτης που ζει υπό καθεστώς συνεχούς καταπίεσης, όπως δεν είναι ελεύθερος ο πολίτης που ζει υπό καθεστώς διαρκούς φόβου. Πρόκειται συνεπώς για ψευτοδίλημμα, η απάντηση στο οποίο δεν εξαρτάται από το που τοποθετείται κάποιος στην κλίμακα Αριστεράς-Δεξιάς, αλλά από το πόσο πραγματιστής είναι.

Προσωπικά, δεν αντιλαμβάνομαι γιατί είναι «προοδευτικό» να ανέχεσαι τη δυνατότητα ανεμπόδιστης εμπορίας ναρκωτικών εντός των πανεπιστημιακών κτιρίων, όπως και την διάπραξη σωρείας άλλων σοβαρών εγκλημάτων. Αλλά και γιατί είναι οπισθοδρομικό να ζητάς να καταργηθεί ή έστω να οριοθετηθεί το άσυλο με συσχετιζόμενα με την ακαδημαϊκή έκφραση κριτήρια και όχι με βάση ιδεοληψίες και μνήμες ταραγμένων εποχών. 

Η δημόσια ασφάλεια ως ζητούμενο αποτελεί μαζί με την οικονομία το μέγιστο θέμα που αφορά την καθημερινότητα, την ποιότητα ζωής των πολιτών. Η απάντηση στο πρόβλημα δεν θα δοθεί από ανθρώπους ή μηχανισμούς που διατηρούν την αντίληψη του χθες, ως κυρίαρχο τρόπο ανάλυσης και αντιμετώπισης των προβλημάτων.

Απαιτείται νέα καθαρή ματιά και ριζοσπαστική στιβαρή και φιλελεύθερη αντίληψη, που θα διαπεράσει την ομίχλη των ιδεολογημάτων για να αναμετρηθεί με την πρόκληση της νέας πραγματικότητας, όπως αυτή διαμορφώνεται στα κέντρα των πόλεων, στους δρόμους και στις γειτονιές της Ελλάδας.

Μετάβαση στο περιεχόμενο