Συνέντευξη στην εφημερίδα “Πρώτο Θέμα” και στον δημοσιογράφο Βασίλη Χιώτη

Ένα χρόνο μετά το δημοψήφισμα και τα capitals control αποκαλύπτονται γεγονότα που επιβεβαιώνουν οτι οι αστοχίες και τα λάθη της πρώτης περιόδου διακυβέρνησης του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Δεν ήταν μόνο λάθη του Βαρουφάκη. Εσείς τι πιστεύετε: Ότι η ομάδα Βαρουφάκη παραπλανούσε τον πρωθυπουργό, ή οτι το πρωθυπουργικό γραφείο ήταν σε πλήρη συνεννόηση με τον τότε υπουργό και τώρα απλώς κρατά αποστάσεις;

Τα όσα αποκαλύπτονται είναι ενδεικτικά δυστυχώς του τρόπου με τον οποίο κυβερνάται η χώρα από τους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Τα συμπεράσματα είναι εξόχως ανησυχητικά, αλλά όχι μόνο γιατί αποκαλύπτεται η απίστευτη επιπολαιότητα του “Plan B”, για την πατρότητα του οποίου αλληλοκατηγορούνται νυν και πρώην στελέχη της κυβέρνησης. Η πολιτική του κ. Βαρουφάκη είναι γνωστή και καταστροφική, όμως αδυνατώ να πιστέψω ότι επί 6 ολόκληρους μήνες, ο πρώην υπουργός Οικονομικών ενεργούσε αυτοβούλως και όχι σε συνεννόηση με τον πρωθυπουργό, ο οποίος τον επέλεξε. Πλέον δημιουργείται και άλλο ζήτημα το οποίο πρέπει να διερευνηθεί. Προκύπτει, βάσιμα, ότι η κυβέρνηση σχεδίαζε και την εμπλοκή των Ενόπλων Δυνάμεων, την επόμενη ημέρα μετά το ενδεχόμενο grexit. Είναι αδιανόητα για κοινοβουλευτική δημοκρατία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυτά που βλέπουν το φως της δημοσιότητας κ. Χιώτη! Μόνο σε καθεστώτα τύπου Βενεζουέλας ταιριάζουν. Η κυβέρνηση οφείλει να δώσει εξηγήσεις και για αυτό το ζήτημα στην Εθνική Αντιπροσωπεία, στο πλαίσιο της λειτουργίας της εξεταστικής επιτροπής που έχουμε ζητήσει. Δεν είναι μόνο ζήτημα που αφορά την οικονομική ζημία που έχουμε υποστεί. Είναι ζήτημα που αφορά τη δημοκρατία και τη λειτουργία του πολιτεύματος.

Τι θα πράξετε αν η πλειοψηφία της Βουλής απορρίψει την πρότασή σας για εξεταστική επιτροπή, όπως έχει απορρίψει και κάθε άλλο αίτημα της αντιπολίτευσης μέχρι σήμερα;

Η παρεμπόδιση από τη σημερινή κοινοβουλευτική πλειοψηφία της σύστασης της εξεταστικής επιτροπής, ειδικά μετά τα όσα αποκαλύφθηκαν πρόσφατα από τον Τζ. Γκάλμπρεϊθ, θα αποτελεί ομολογία ενοχής της και ως τέτοια θα πρέπει να καταγγελθεί στον ελληνικό λαό. Είναι γνωστό ότι δεν είμαι υπέρ της ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής. Αλλά ερωτήματα κεφαλαιώδους σημασίας σαν αυτό, δεν μπορούν να παραμείνουν αναπάντητα. Άλλωστε, σε επίπεδο διερεύνησης πολιτικών ευθυνών, τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής έχει τη δυνατότητα να ζητήσει και η επόμενη Βουλή.

Πιστεύετε ότι άλλου είδους κίνητρα μπορεί να βρίσκονται και πίσω από τη νομοθετική πρόταση της κυβέρνησης για αλλαγή του εκλογικού νόμου;

Δημιουργούνται ευλόγως ερωτήματα για τις πραγματικές προθέσεις της κυβέρνησης, όταν σε μια στιγμή που η οικονομία στενάζει και η μία μεγάλη επιχείρηση μετά την άλλη κλείνει, προτιμά «να πετάξει την μπάλα στην εξέδρα», μέσω του εκλογικού νόμου. Πολύ φοβούμαι όμως ότι ο αποπροσανατολισμός δεν είναι το μοναδικό κίνητρο της κυβέρνησης. Είναι διάχυτη η αντίληψη στην κοινή γνώμη ότι επιδιώκει στην πραγματικότητα να μπλοκάρει σε βάθος χρόνου τη διερεύνηση του τρόπου που οδηγηθήκαμε στα capital controls, καθιστώντας αδύνατο – όπως ευελπιστεί – τον σχηματισμό κυβέρνησης χωρίς την συμμετοχή ή την ανοχή του ΣΥΡΙΖΑ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διερεύνηση των ευθυνών της. Αν πραγματικά δεν είναι αυτή η «πονηρή» πρόθεσή της, «ιδού η Ρόδος»: Ας υπερψηφίσει την πρόταση εξεταστικής που έχει ζητήσει η ΝΔ, όταν στο τέλος Ιουλίου θα συζητηθεί στη Βουλή, όπως με διαβεβαίωσε πριν λίγες ημέρες ο Πρόεδρός της κ. Βούτσης.

Εκτιμάτε ότι θα διασφαλίσει την πλειοψηφία των δύο τρίτων για την άμεση εφαρμογή του;

Ελπίζω πώς όχι και ότι τελικά δεν θα θελήσουν να μπουν σε συνδιαλλαγή με το νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής, γεγονός που θα αποτελεί μέγιστο ατόπημα, πέραν όλων των άλλων συνεπειών της πρότασης της κυβέρνησης για τον εκλογικό νόμο. Όπως πιστεύω ότι η ΝΔ ως μελλοντική κυβέρνηση θα τον καταργήσει αμέσως, επιτυγχάνοντας την αυξημένη πλειοψηφία των 200 βουλευτών.

Είναι ειλικρινείς οι δηλώσεις του πρωθυπουργού στην Κίνα, με τις οποίες διαβεβαίωσε ότι στο εξής η κυβέρνηση θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να διευκολύνει τις επενδύσεις στην Ελλάδα;

Θα τολμούσα να πω, όπως σε παλιά κόμικς, ότι… «εδώ γελάμε». Η προσέλκυση επενδύσεων και μάλιστα σε επίπεδο άνω των 100 δις ευρώ μεσοπρόθεσμα, είναι όντως ο μόνος πραγματικός όρος για την οριστική έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την κρίση. Χαιρόμαστε που ο ΣΥΡΙΖΑ το ανακάλυψε αυτό, έστω και καθυστερημένα. Αλλά διερωτώμαι, πώς είναι δυνατόν να συμβεί αυτό όταν παράλληλα η σημερινή κυβέρνηση εξοντώνει την επιχειρηματικότητα με τη δραματική αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων και των εισφορών. Την ίδια στιγμή μάλιστα, επιδιώκει τη μείωση του δημοσίου χρέους, χωρίς να είναι βέβαιο ότι θα την επιτύχει τελικά, αντί να ρίχνει το διαπραγματευτικό της βάρος, στη συζήτηση με τους εταίρους, στη μείωση του δημοσιονομικού πλεονάσματος και στον τερματισμό της υπερφορολόγησης.

Ναι, αλλά και η δική σας κυβέρνηση κατέφυγε στην αύξηση των φόρων…

Μέχρι ενός σημείου είναι αλήθεια αυτό που λέτε, αλλά είχε αρχίσει ήδη να υπάρχει ελάφρυνση με τη μείωση των φορολογικών συντελεστών. Το χειρότερο είναι ότι η σημερινή κυβέρνηση, λόγω ιδεοληψιών, σε αντίθεση με την δική μας παράταξη, πιστεύει στους φόρους και δεν τους θεωρεί αναγκαστικό μέσο αύξησης των δημοσίων εσόδων λόγω της συγκυρίας. Για τον ΣΥΡΙΖΑ οι φόροι αποτελούν «εργαλείο» στον «ταξικό πόλεμο» που φαντασιώνονται. Με τον τρόπο αυτό όμως δεν πρόκειται να έρθουν επενδύσεις στη χώρα.

Πιστεύετε ότι θα καταφέρει η κυβέρνηση να περάσει τον “κάβο” της δεύτερης αξιολόγησης με τις αλλαγές στα εργασιακά, ή νομίζετε ότι αυτό θα είναι το σημείο που θα δοκιμαστεί η συνοχή της στην Βουλή;

Η μέχρι τώρα εμπειρία δείχνει ότι παρά τις μεμονωμένες διαφοροποιήσεις, στην δεύτερη τουλάχιστον θητεία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, το κυρίαρχο κριτήριο εκ μέρους των βουλευτών της είναι η κατά το δυνατόν παράταση της θητείας της κυβέρνησης. Αλλά και οι 500 περίπου τροπολογίες, μέσα σε 17 μόλις μήνες, για εξυπηρετήσεις «ημετέρων» κυρίως, δείχνει την κυρίαρχη φιλοσοφία του κυβερνώντος συνασπισμού. Από την άλλη πλευρά, όταν ο αριθμός των βουλευτών οι οποίοι στηρίζουν την κυβέρνηση ανέρχεται στους 153 μόλις, το ενδεχόμενο κυβερνητικού «ατυχήματος» δεν μπορεί να αποκλεισθεί.

Μετάβαση στο περιεχόμενο