Άρθρο στην Εφημερίδα των Συντακτών, για τη συμπλήρωση ενός έτους της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ

Ένα χρόνο μετά τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου του 2016 και την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ ως Κυβέρνηση της χώρας, σε συνεργασία με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, είναι αυταπόδεικτο δυστυχώς ότι η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε σαφώς χειρότερη κατάσταση, σε σύγκριση με αυτήν στην οποία βρισκόταν ένα χρόνο πριν.

Παρότι προσωπικά ήλπιζα και είχα εκφράσει δημοσίως, με προσωπικό πολιτικό κόστος, την ευχή να πετύχει η νέα Κυβέρνηση της χώρας μας, και ας αποδεικνυόταν ότι ο δικός μας πολιτικός χώρος είχε λανθασμένη προσέγγιση, η πράξη διέψευσε κάθε αντίστοιχη προσδοκία. Ουδείς βεβαίως ισχυρίζεται ότι όλα ήταν τέλεια προηγουμένως. Αλλά τα όσα έχουν γίνει ένα χρόνο τώρα, σε πολλούς τομείς και όχι μόνο στο χώρο της οικονομίας, αγγίζουν τα όρια του σουρεαλιστικού.

Παρότι η χώρα είχε αρχίσει να επιστρέφει στην ανάπτυξη, παλινδρόμησε στην ύφεση, το τραπεζικό της σύστημα διελύθη εις τα εξ ων συνετέθη, ένα μεγάλο εθνικό κεφάλαιο, η ύπαρξη δικτύου ελληνικών τραπεζών στα Βαλκάνια και στην Τουρκία, έχει πάψει να υπάρχει, ενώ δισεκατομμύρια του Έλληνα φορολογούμενου ως περιουσία του στη μετοχική σύνθεση των τραπεζών έχουν εξανεμισθεί.

Αλλά και γενικότερα, συνολική εθνική μελαγχολία έχει καταλάβει τους πάντες, το όνομα της χώρας στο εξωτερικό έχει πλήρως απαξιωθεί και είναι συνώνυμο της χρεοκοπίας.

Ειδικότερα, στην οικονομία, αντί να επιδιώξει η νέα κυβέρνηση να ολοκληρωθεί το συντομότερο δυνατόν μετά την ανάληψη της εξουσίας η αξιολόγηση και αξιοποιήσει την προεργασία και τις θέσεις της προκατόχου της, έπραξε το ακριβώς αντίθετο. Μετετράπη έτσι σε όμηρο, όχι μόνο η ίδια, αλλά και συνολικά η χώρα, μίας άφρονας πολιτικής την οποία εξέφραζε ο τοποθετηθείς από τον Πρωθυπουργό ως υπουργός Οικονομικών κ. Βαρουφάκης. Μία πολιτική που έθεσε σε άμεσο κίνδυνο την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και προκάλεσε το κλείσιμο των τραπεζών και τα capital controls.

Το αποτέλεσμα ήταν να επιβαρυνθεί η εθνική οικονομία με ένα δυσθεώρητο ποσό, άνω των 90 δις ευρώ και τον τελικό λογαριασμό να καλείται να πληρώσει ο πολίτης, του οποίου οι τεράστιες ομολογουμένως θυσίες πήγαν χαμένες.
Παράλληλα, η κυβέρνηση συνεχίζει να διακατέχεται από «εμμονή» στο ζήτημα του δημοσίου χρέους, αδυνατώντας να αντιληφθεί ότι το πραγματικό πρόβλημα είναι το παραγωγικό μοντέλο της χώρας και ότι χρειάζεται ξένες επενδύσεις ύψους 100 δισ. ευρώ. Όπως αδυνατεί να αντιληφθεί επίσης ότι δεν πρόκειται να λυθεί το ασφαλιστικό, όσες περικοπές και εάν γίνουν, όσο αυξάνονται οι ασφαλιστικές εισφορές, αυξάνεται η ανεργία και κλείνουν επιχειρήσεις.

Αλλά και σε ένα άλλο ζήτημα αιχμής, το Μεταναστευτικό, η Ελλάδα υφίσταται σε μεγάλο βαθμό τις συνέπειες των ιδεοληψιών της Κυβέρνησης. Τα αρμόδια στελέχη της, κατά παράδοξο τρόπο, ταύτισαν τους μετανάστες με τους πρόσφυγες, στους οποίους όντως η Ελλάδα οφείλει να παρέχει προστασία, με αποτέλεσμα να τεθεί ακόμη και ζήτημα παραμονής της στη ζώνη Σένγκεν. Και μπορεί να αναγκάσθηκε σχετικά πρόσφατα να αναθεωρήσει μερικώς την στάση της, αλλά το πρόβλημα πλέον είναι τεράστιο, ενώ «χάρη» στην πολιτική της η Ευρωπαϊκή Ένωση εξαρτάται πλέον από τις διαθέσεις της Τουρκίας. Αλλά και για τους πρόσφυγες, ουδέν ουσιαστικό έπραξε, ενώ δεν αξιοποίησε τον σχεδιασμό που υπήρχε, αλλά και το πιο σύγχρονο σύστημα Ασύλου στην Ευρώπη, το οποίο δημιουργήθηκε εκ του μηδενός στη χώρα, το διάστημα 2012-14, κατά το οποίο διατέλεσα Υπουργός Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη.

Μείζον ζήτημα ηθικής τάξης προκαλούν όμως και οι συνεχείς αποκαλύψεις για διορισμούς κομματικών φίλων της Κυβέρνησης και συγγενών στελεχών της, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως και οι εξώφθαλμα ευνοιοκρατικές της επιλογές στην Υγεία, στην Παιδεία ή και στον Πολιτισμό ακόμη.

Σε συνδυασμό με όλα τα παραπάνω, ο ΣΥΡΙΖΑ υφίσταται και τις συνέπειες μιας άφρονας υποσχεσιολογίας. Η ηγεσία του, ως αντιπολίτευση, έταξε στους πάντες τα πάντα και υιοθέτησε κάθε συντεχνιακό και μη αίτημα, με αποτέλεσμα να έρχεται πλέον αντιμέτωπη με τις ίδιες της τις δεσμεύσεις, οι οποίες είναι αδύνατον να υλοποιηθούν.

Ένα χρόνο μετά την ανάληψη της εξουσίας, το αδιέξοδο μπροστά στο οποίο βρέθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ λόγω της αντίφασης μεταξύ λόγων και πράξεων, οφείλει σίγουρα να γίνει παράδειγμα για όλα τα κόμματα του «δημοκρατικού τόξου». Η πρακτική των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα δεν μπορεί να στηρίζεται αενάως σε διαγωνισμό αστήρικτων υποσχέσεων μεταξύ των εκάστοτε διεκδικητών της εξουσίας. Ένα κυβερνητικό πρόγραμμα οφείλει να στηρίζεται σε εξαντλητικά επεξεργασμένες και τεκμηριωμένες θέσεις, ακόμα και αν χρειάζεται να διατυπωθούν σκληρές αλήθειες. Σε ό,τι μας αφορά, είμαι βέβαιος ότι αυτό τον δρόμο θα ακολουθήσει η νέα ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας υπό τον κ. Κυριάκο Μητσοτάκη.

Θα ήθελα τέλος να επισημάνω, ότι μέχρι πρόσφατα, για όλους εμάς της «αντίπερα» ιδεολογικής όχθης, αλλά πάντοτε στο ίδιο ποτάμι της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας ευρισκόμενους, η Αριστερά των μεγάλων προσωπικοτήτων, όπως του Γληνού, του Σβώλου, του Φιλίππου Ηλιού, και τόσων άλλων, ήταν μία Αριστερά που αγωνιζόταν για τα κοινωνικά δικαιώματα, αλλά δεν αντιμαχόταν την αριστεία και την βελτίωση σε προσωπικό επίπεδο. Ήταν μία Αριστερά η οποία όντως, σε αρκετά ζητήματα, είχε ηθικό πλεονέκτημα. Στην εποχή μας, ήταν αρκετός ένας χρόνος διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ μαζί με την εθνολαϊκή Δεξιά, για να το απωλέσει.

Μετάβαση στο περιεχόμενο