Συνέντευξη στον ραδιοφωνικό σταθμό «Alpha 9,89»

Ο Βουλευτής Β’ Αθηνών της Ν.Δ. κ. Νίκος Δένδιας παραχώρησε συνέντευξη στον ραδιοφωνικό σταθμό “Alpha 9,89” και στον δημοσιογράφο κ. Σπύρο Χαριτάτο.

 

Ακολουθούν τα κύρια σημεία από τη συνέντευξη του κ. Δένδια:

Για τη συνεχιζόμενη ένταση στις Σκουριές:

«Είχα χειριστεί το θέμα όταν ήμουν στο υπουργείο Δημοσίας Τάξεως. Τότε είχαν αρχίσει κάτι περίεργα πράγματα με επιθέσεις «κομμάντος», πυροβολισμούς και άλλα στις Σκουριές, σε μια προσπάθεια να σταματήσει η συνέχιση της επενδυτικής δραστηριότητας στην περιοχή, άνευ λόγου.

Το ελληνικό κράτος οφείλει να τηρεί την νομιμότητα, δεν είναι θέμα κυβέρνησης υπό την έννοια ότι υπάρχει πολιτική εδώ. Ο καθένας μπορεί να ασκεί ελεύθερη επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του Συντάγματος και των νόμων.

Εάν λοιπόν, όπως φαίνεται και από τις αποφάσεις του ΣτΕ, η επένδυση στις Σκουριές είναι νόμιμη επένδυση, τότε θα πρέπει να τής επιτραπεί να συνεχίσει τις δραστηριότητές της. Αν πάλι για οποιονδήποτε λόγο το ΣτΕ αποφασίσει ότι η επένδυση και η δραστηριότητα δεν είναι νόμιμες, βεβαίως, το ελληνικό κράτος θα πρέπει να τη σταματήσει.

Δεν καταλαβαίνω όμως τη λογική της ενθάρρυνσης επί μακρά σειρά από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ – ακραίων πτερύγων του ΣΥΡΙΖΑ, δραστηριοτήτων έξω από το πλαίσιο της νομιμότητας, να σταματήσει η διαδικασία εξόρυξης μετάλλου».

Αν αποδόθηκε δικαιοσύνη όταν σημειώθηκαν τα πρώτα επεισόδια στις Σκουριές:

«Οι υπεύθυνοι εκείνης της δολοφονικής επίθεσης είχαν συλληφθεί. Είχαν κατηγορηθεί για κακουργηματικές πράξεις και οι περισσότεροι απ’ αυτούς είχαν κρατηθεί για ένα διάστημα, προσωρινά στις φυλακές. Άρα η έννομη τάξη είχε κάνει τότε το καθήκον της.

Δεν χωρίζω τους Έλληνες πολίτες σε κατοίκους και μη κατοίκους. Χωρίζω τους Έλληνες σε ανθρώπους που τηρούν τη νομιμότητα και σ’ αυτούς που για οποιονδήποτε λόγο αποφασίζουν ότι πρέπει να λειτουργήσουν εκτός του πλαισίου της νομιμότητας. Για τους δεύτερους νομίζω ότι το κράτος πρέπει να κάνει το καθήκον του.

Λυπάμαι διότι η κυβέρνηση σε αυτή τη φάση δίνει περίεργα δείγματα προς την κοινωνία, ότι δηλαδή υπάρχουν πολίτες που μπορούν να δρουν έξω από τη νομιμότητα κι αυτό μπορεί να γίνεται αποδεκτό. Αν αυτό γενικευτεί θα έχουμε ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα και θα το πληρώσουμε όλοι. Σε μια χώρα ζούμε όλοι».

Σχετικώς με την παράταξη αστυνομικών δυνάμεων γύρω από την πρυτανεία του Πανεπιστημίου Αθηνών και τη συνεχιζόμενη κατάληψη:

«Είμαι υποχρεωμένος να απαντήσω στο ερώτημα με ερώτημα: “Τι παιγνίδι παίζεται σε όλη την Αθήνα;”. Γιατί αφήνουμε την Αθήνα να κυλίσει στην κατάσταση που βρισκόταν πριν από τον Ιούνιο του 2012;

Θυμίζω ότι όταν τότε παρέλαβα το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, η κατάσταση στο κέντρο της Αθήνας χαρακτηριζόταν από πλήρη ανομία.

Δεν νομίζω ότι απέχει από τη μνήμη των Αθηναίων -και ιδίως των ανθρώπων που κινούνται ή κατοικούν στο κέντρο- ότι τον Φεβρουάριο του 2012 κάηκαν 32 νεοκλασσικά κτήρια στην Αθήνα.

Από τον Ιούνιο του 2012 έως τον Ιούνιο του 2014, τα περιστατικά στο κέντρο της Αθήνας είχαν ελαχιστοποιηθεί.

Όλο αυτό, δημιούργησε ένα πλαίσιο ασφάλειας που επέτρεψε στον τουρισμό να αναπτυχθεί, στην επιχειρηματική δραστηριότητα να επανακάμψει στο κέντρο, αλλά και να προστατευθεί η αξία των περιουσιών των Ελλήνων πολιτών εκεί. Τώρα γυρνούμε πίσω σε προηγούμενες εποχές.

Πρέπει με κάθε τρόπο η κυβέρνηση να το σταματήσει. Δεν το λέω αντιπολιτευτικά, αλλά υπό την μορφή έκκλησης. Όσοι ζουν ή έχουν περιουσία στο κέντρο της Αθήνας δικαιούνται την προστασία του κράτους τους. Είναι συνταγματικό τους δικαίωμα. Δεν μπορεί να επιτραπεί το κέντρο να επιστρέψει στα χάλια που βρισκόταν πριν από τον Ιούνιο του 2012».

Αν ο κ. Γιάννης Πανούσης στέκεται στο ύψος των περιστάσεων για να νοιώθει ασφαλής η κοινωνία:

«Δεν μπορώ να πω ότι φταίει ένας υπουργός και λάβετε υπ’ όψιν σας πως ο κ. Πανούσης δεν είναι υπουργός, αλλά αναπληρωτής υπουργός.

Είναι θέμα της κυβέρνησης διότι η Δημόσια Τάξη και Ασφάλεια αποτελεί συνολικό θέμα μιας κυβέρνησης. Θέλει αυτή η κυβέρνηση να υπάρχει τάξη και νόμος στην πρωτεύουσα του κράτους ή δεν θέλει ή δεν της αρέσει ή δεν την πειράζει;

Όταν μια κυβέρνηση συνολικά έχει στάση ενθάρρυνσης της ανομίας, κάτι το οποίο φαίνεται από ενέργειες όπως είναι η (απολύτως φωτογραφική) διάταξη που προτείνει στην εθνική αντιπροσωπεία και αφορά στην αποφυλάκιση ενός ή δύο τρομοκρατών, ο ένας των οποίων έχει αφαιρέσει ανθρώπινες ζωές. Μιλώ για τη διάταξη που αφορά στην αποφυλάκιση του Σάββα Ξηρού. (…)

Αναρωτιέμαι αν οι εισηγητές αυτές της διάταξης δεν νοιώθουν τύψεις απέναντι στους νεκρούς, αφήστε τους ζωντανούς.

Η μνήμη του νεκρού ήταν κάτι που προστατεύαμε πάντοτε στην Ελλάδα. Εδώ βλέπουμε να δίδεται η εντύπωση να μην έχει σημασία ποιος πέθανε ή πώς σκοτώθηκε, αλλά μόνο ο τρομοκράτης και η ικανοποίηση μιας ομάδας ανθρώπων που αποφάσισαν για δικούς τους λόγους πως αυτός ο άνθρωπος είναι πολιτικός κρατούμενος».

Για τη συγκέντρωση διαμαρτυρίας συγγενών θυμάτων από την τρομοκρατία:

«Σκεφθείτε πού καταλήξαμε! Γίνεται ατομική υπόθεση διαμαρτυρίας συγγενών!

Τους σέβομαι και έτυχε να γνωρίσω μερικούς όταν ήμουν υπουργός και θαύμασα την αξιοπρέπεια με την οποία φέρουν το δράμα τους. Όταν σου στερούν τον πατέρα σου, το παιδί σου, μια ανθρώπινη ζωή είναι ένα διαρκές δράμα. Αυτή είναι η αλήθεια.

Υπάρχουν υποθέσεις όπως αυτή του Αξαρλιάν που σκοτώθηκε από λάθος. Αν είναι δυνατόν! Όμως δεν είναι προσωπικό το θέμα, δεν είναι οι συγγενείς των θυμάτων από την τρομοκρατία.

Είμαστε όλοι συγγενείς των θυμάτων της τρομοκρατίας.

Είναι συνάνθρωποί μας που έχασαν τη ζωή τους επειδή κάποιοι άλλοι άνθρωποι αποφάσισαν ότι ο νόμος δεν τους περιορίζει και μπορούν να αφαιρέσουν μια ανθρώπινη ζωή και να δημιουργήσουν τη δική τους πολιτική θέση. Κι έρχεται τώρα η Ελληνική Δημοκρατία να επιβραβεύσει αυτή τη στάση.

Είναι δυνατόν να γίνονται αυτά τα πράγματα και να τα παρακολουθεί η κοινωνία; Απορώ!

Πώς μετά να μην καταλαμβάνονται οι πρυτανείες, τα δημόσια κτήρια, να μην υπάρχει εισβολή στον περίβολο της Βουλής όταν η αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής, του ιερότερου αγαθού που μας έδωσε ο Θεός και το κράτος επιβραβεύει την αφαίρεση με ευνοϊκή φωτογραφική διάταξη. Τι να περιμένει κανείς από κει και πέρα».

Όσον αφορά στην πολιτική αντιπαράθεση που έχει μεταφερθεί στην κοινωνική δικτύωση:

«Είμαστε σε μια χώρα που κινδυνεύει να μην είναι κράτος αλλά να μετατραπεί σε χώρο. Θέλω ειλικρινά να παρακαλέσω τον ΣΥΡΙΖΑ να ενηλικιωθεί σε ορισμένα θέματα.

Καταλαβαίνω ότι όλοι στα νιάτα μας στα πανεπιστήμια λέγαμε και κάτι παραπάνω, αλλά ήταν αλλοιώς τα πράγματα. Δεν μπορεί να πορευθούμε σαν κοινωνία με αυτή τη λογική.

Μας βλέπουν τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη ως «παρία», ως κάτι τόσο ξένο στην ευρωπαϊκή νοοτροπία και το ευρωπαϊκό κεκτημένο του Διαφωτισμού, που στο τέλος αυτό που θα συμβεί είναι ότι θα δεχθούν να φύγουμε διότι νοιώθουν πόσο ξένο πράγμα είμαστε στην ευρωπαϊκή παράδοση, στα δικαιώματα του ανθρώπου και την έννομη τάξη, όπως προστατεύονται στη σύγχρονη ευρωπαϊκή πραγματικότητα.

Ο «κακός» ΣΥΡΙΖΑ μας πηγαίνει πίσω, πάρα πολύ πίσω. Δεν μπορεί μέσα σε αυτό το μεγάλο, πια, κόμμα να μην υπάρχουν δυνάμεις αντίδρασης, οι οποίες να διατηρούν επαφή με τη λογική και να σταματήσουν αυτόν τον κατήφορο».

Σχετικώς με αναφορές της κ. Τασίας Χριστοδουλοπούλου για τα κέντρα κράτησης και τη Μεταναστευτική πολιτική:

«Αν ελέχθησαν όσα μου λέτε πρόκειται για πρόδηλη γελοιότητα και δεν πρόκειται να απαντήσω.

Για να πάμε στην ουσία του θέματος, η χώρα το 2011 με τον Ν.3907 νομοθέτησε ένα επιχειρησιακό σχέδιο που είχε υποβάλλει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και είχε εγκριθεί.

Το σχέδιο αυτό κλήθηκα να υλοποιήσω το 2012 με κάποιες τροποποιήσεις, διότι απ’ αυτό μόνο ένα ελάχιστο κομμάτι είχε ξεκινήσει να υλοποιεί ο κ. Μιχάλης Χρυσοχοΐδης. Το διάστημα που υπήρξα υπουργός αυτό το σχέδιο υλοποιήθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου.

Δημιουργήθηκαν: α) η Υπηρεσία Πρώτης Υποδοχής και λειτούργησε (διότι είχε θεσμοθετηθεί αλλά δεν λειτουργούσε), β) η Υπηρεσία Ασύλου που ήταν η πιο σύγχρονη στην Ευρώπη, γ) η Αρχή Προσφυγών που μπορούσε να προσφύγει κανείς αν δεν δικαιωνόταν στην Υπηρεσία Ασύλου, δ) τα Προαναχωρησιακά Κέντρα (προφανώς γι’ αυτά διατυπώθηκαν τα υπονοούμενα), επίσης ε) καταρτίσθηκε το πιο σύγχρονο πρόγραμμα επιστροφών στην Ευρώπη.

Στο διάστημα εκείνο επιστρέψαμε στις χώρες από τις οποίες προέρχονταν 50.000 ανθρώπους με αξιοπρέπεια. Αυτό έγινε με δύο τρόπους, είτε εθελούσια με μια σύμβαση που κάναμε με τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης, είτε υποχρεωτικά μέσω της ΕΛ.ΑΣ. Όλο αυτό το σχέδιο λειτουργούσε ως τον Ιούνιο του 2014, οπότε και απεχώρησα από το υπουργείο.

Για τα δε κέντρα, ως το διάστημα εκείνο, υπήρξε αυστηρότατη εποπτεία. Το τι έγινε από τον Ιούνιο του 2014 και μετά, πρέπει να σας απαντήσει άλλος. Δεν παρέδωσα στον ΣΥΡΙΖΑ ο,τιδήποτε.

Από κει και πέρα είχαμε αρχίσει να φτιάχνουμε ανοικτές δομές φιλοξενίας για τα ευαίσθητα πρόσωπα. Τις νομοθετήσαμε το 2013 και ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε εναντίον, δεν τις ήθελε. Όπως δεν ψήφισε ούτε υπέρ της Υπηρεσίας Ασύλου. Όταν αρχίσαμε να υλοποιούμε την πρώτη ανοικτή δομή φιλοξενίας στην Αγία Βαρβάρα, στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έκαναν διαμαρτυρία για να μην φτιάξουμε το κέντρο.

Είναι προφανές ότι αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση δεν έχει κανένα σχέδιο στη Μεταναστευτική Πολιτική. Κινείται τυφλά.

Πράγματι η Ε.Ε. είχε προβλέψει κονδύλια για τη Μετανάστευση, τα οποία η χώρα δεν απορροφούσε και γι’ αυτό ήταν παρίας στο θέμα αυτό. Οι περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν από το δικαστήριο του Στρασβούργου δεν αφορούν στο σύστημα διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών.

Αν μπει κανείς στον κόπο να το δει, αλλά οι παρόντες χειριστές δεν ασχολούνται σοβαρά, θα διαπιστώσει ότι αφορούν στις συνθήκες κράτησης στα κρατητήρια των αστυνομικών τμημάτων. Ακριβώς επειδή οι παράνομοι μετανάστες δεν μπορούν να κρατηθούν στα κρατητήρια των Α.Τ. έπρεπε να δημιουργηθούν τα Προαναχωρησιακά Κέντρα.

Όταν υπουργός της κυβέρνησης δεν γνωρίζει καν αυτό, κάθε άλλη συζήτηση δεν έχει έννοια. Δεν έχω πρόθεση να κατηγορήσω κανέναν διότι κάθε κυβέρνηση έχει τη συλλογική της ευθύνη. Το θέμα δεν είναι να αποτύχει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αλλά να πετύχει η κυβέρνηση της Ελλάδας. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να βοηθήσουμε με οποιονδήποτε τρόπο η κυβέρνηση και οι υπεύθυνοι θέλουν».

Για το φράχτη στον Έβρο και το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής:

«Πρέπει να συνεχιστεί το πρόγραμμα καμερών στον Έβρο διότι λειτούργησε εξαιρετικά. Πριν από τον Ιούνιο του 2012 έμπαιναν 500 άνθρωποι καθημερινώς από τον Έβρο.

Από τον Αύγουστο εκείνου του έτους και μετά που ξεκινήσαμε τον «Ξένιο Δία» δεν έμπαινε ούτε ένας. Ήταν θέμα αν έμπαιναν δύο ή τρεις την εβδομάδα. Αυτό κατεγράφη στα συμβούλια υπουργών της Ε.Ε. Πήραμε συγχαρητήρια γι’ αυτό.

Αν δεν τα είχαμε πάει καλά στο Μεταναστευτικό υπήρχε ποτέ πιθανότητα το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο να δινόταν σε Έλληνα Επίτροπο; Αυτό δεν μπορεί να το αντιληφθεί ο ΣΥΡΙΖΑ; Δεν αντιλαμβάνεται πόσο τεράστια ευκαιρία είναι για τη χώρα αυτό, αλλά και επιβράβευση της πολιτικής που ασκήθηκε;».

Σχετικώς με την διαπραγμάτευση με τους δανειστές και το κλίμα που διαμορφώνεται:

«Δεν έχω την πληροφόρηση που έχει η κυβέρνηση αλλά διατηρούμε σχέσεις εντός και εκτός χώρας, διότι όλοι αποκτάμε μια εικόνα. Επί τρεις μήνες η κυβέρνηση παίζει αντί να διαπραγματεύεται.

Η κυβέρνηση αυτή έχει μια πολιτική και έχει συνομολογήσει ότι θα πρέπει να έχουμε ισοσκελισμένο προϋπολογισμό επομένως δεν μπορεί να σπαταλά περισσότερα λεφτά απ’ όσα βγάζουμε.

Όσον αφορά στο Χρέος διαπραγματεύεται αν θέλει με κάποιο τρόπο, την καλύτερη εξυπηρέτησή του. Αυτό το πλαίσιο είναι ασφυκτικό. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο που έχει αποδεχθεί η κυβέρνηση και επ’ ονόματι αυτού εξελέγη, όχι να μας βγάλει από την Ευρώπη και το ευρώ, καλείται να πάρει τα μέτρα που θα συμφωνήσει με τους Ευρωπαίους εταίρους. Ως τώρα δεν έχει προτείνει μέτρα.

Πηγαίνει σε παραφιλολογία εκτός αν μέτρα είναι να πηγαίνει κανείς με το πουκάμισο έξω, πουλώντας life style κλπ. Μέτρα συγκεκριμένα και κοστολογημένα δεν έχει προτείνει.

Θέλω να πετύχει η κυβέρνηση και τρέμω την αβεβαιότητα. Ήδη η ελληνική οικονομία έχει στεγνώσει από χρήματα. Οι τράπεζες βογγούν και θα μετατραπούν πάλι σε «ζόμπυ», μήνες μετά την επανακεφαλαιοποίησή τους.

Η κυβέρνηση πρέπει να επανέλθει γρήγορα στη σοβαρότητα και να κλείσει το θέμα της διαπραγμάτευσης για να χρηματοδοτηθούν οι ελληνικές τράπεζες και η ελληνική οικονομία, να μπορέσουμε να πάμε μπροστά.

Ο χρόνος που χάνεται για την οικονομία είναι σαν το οξυγόνο στον ανθρώπινο εγκέφαλο, αν του το στερήσεις δεν επανέρχεται. Η μη χρηματοδότηση επιχειρήσεων είναι στέρηση οξυγόνου για τις επιχειρήσεις. Ήδη έχουμε θρηνήσει τεράστια ανεργία στον ιδιωτικό τομέα, πάνω από ένα εκατ. άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους.

Μια κυβέρνηση επί τρεις μήνες δεν μπορεί να βάλει τις σκέψεις της σε μια τάξη, να συμφωνήσει και να κλείσει μια διαπραγμάτευση για να δούμε πώς πάμε από εδώ και πέρα».

Μετάβαση στο περιεχόμενο