Συνέντευξη στον “ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ FM”

Ο Βουλευτής Β’ Αθηνών της Νέας Δημοκρατίας κ. Νίκος Δένδιας έδωσε σήμερα το πρωί συνέντευξη στην εκπομπή «Πολιτικός Καφές» των δημοσιογράφων κ.κ. Γιάννη Κουρτάκη και Παναγιώτη Τζένου στον ραδιοφωνικό σταθμό «Παραπολιτικά 90,1».

 

Ακολουθούν τα βασικά σημεία της συνέντευξης που παρεχώρησε ο κ. Δένδιας:

Για την εικόνα της αγοράς με αφορμή σημερινό πρωτοσέλιδο εφημερίδας:

«Η κατάσταση είναι δραματική και ορισμένοι δεν θέλουν να καταλάβουν ότι η αγορά έχει στεγνώσει πραγματικά. Η κατάσταση γίνεται χειρότερη με την ημέρα. Αυτό δεν το λέω ως στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, ούτε ως αντιπολιτευόμενος, αλλά ως άνθρωπος που ζει στην αγορά και αγωνιά για την κατάσταση των ελληνικών επιχειρήσεων.

Έτσι όπως πάμε, θα αυξήσουμε κι άλλο την ανεργία, θα δημιουργήσουμε κι άλλα προβλήματα. Νομίζω πως πρέπει να ξαναγυρίσουμε πάλι στη σοβαρότητα και σε μια προσπάθεια καλής διαχείρισης μιας δύσκολης κατάστασης.

Δεν βάζω αντιπολιτευτικό τόνο σε ό,τι λέω. Η κατάσταση της ρευστότητας στην αγορά είναι πολύ κακή. Η αγορά έχει στεγνώσει, έχουν “στεγνώσει” οι τράπεζες και εάν η κυβέρνηση δεν λύσει γρήγορα, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, τα θέματα με την Ευρωπαϊκή Ένωση, τότε πάμε προς ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα.

Δεν θέλω να κινδυνολογώ, δεν μου αρέσει να κινδυνολογώ. Δεν εύχομαι αυτά τα οποία λέω, αλλά αντιθέτως εύχομαι να συμβεί το ακριβώς ανάποδο και να πάμε όλοι καλά, όμως ειλικρινά τρέμω. Έχουν εξαντληθεί τα διαθέσιμα, οι εξαγωγείς δεν μπορούν να πάρουν επιστολές πιστώσεων (letters of credit) και η κατάσταση είναι άσχημη. Αν δεν το καταλαβαίνει η κυβέρνηση, αυτό είναι ένα επιπλέον δευτερογενές πρόβλημα.

Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε η κυβέρνηση δεν έχει τη δυνατότητα χαρτογράφησης της πραγματικότητας. Συγγνώμη που επιμένω, αλλά δεν το λέω ως νεοδημοκράτης ή ως στέλεχος της αντιπολίτευσης, μα σαν ένας άνθρωπος που γνωρίζει την αγορά και αγωνιά γι’ αυτά που βλέπει. Τεράστιες προσπάθειες που έγιναν αυτά τα χρόνια από ανθρώπους για να σταθούν και να επιβιώσουν οι επιχειρήσεις τους, εξασφαλίζοντας θέσεις εργασίας, κινδυνεύουν να πάνε χαμένες μέσα σε δυο – τρεις μήνες».

Αν αντιλαμβάνεται την οικονομική δυσανεξία της χώρας η κοινωνία:

«Νομίζω ότι ο κόσμος το καταλαβαίνει πολύ καλά. Δεν νομίζω ότι αυτό έχει δημοσκοπική συνέπεια σε αυτήν την φάση ή είναι απόρροια της κυβέρνησης. Δεν το συνδυάζω με εκλογική επιρροή οποιουδήποτε κόμματος. Το αφήνω στην άκρη.

Η ελληνική κοινωνία εκφράστηκε κυρίαρχα προ δύο μηνών. Το να σας αναφέρω δημοσκοπήσεις ή εκλογικές επιρροές και λοιπά, ίσως είναι προσβολή προς το εκλογικό σώμα. Αυτό που με κάνει να αγωνιώ πραγματικά είναι η κατάσταση στην αγορά. Ουδείς εκβιάζει οιονδήποτε. Αυτήν την στιγμή η κυβέρνηση διεξάγει μια διαπραγμάτευση κατά τον τρόπο που κρίνει.

Στο βαθμό που επιδιώκει εθνικούς σκοπούς είμαστε όλοι μαζί της να τη στηρίξουμε. Δεν μπορεί να τη διεξάγει όμως με έναν τρόπο που σε ένα βαθμό στερείται σοβαρότητος, όπως π.χ. η συμπεριφορά του υπουργού Οικονομικών. Είναι δυνατόν ο υπουργός Οικονομικών στα σοβαρά να ομιλεί περί ρήξης όπως κι αν το εννοεί; Τι μήνυμα μεταφέρει στην αγορά; Είναι δυνατόν αυτός ο κατάλογος μέτρων, ο οποίος έχει συμφωνηθεί πάνω από ένα μήνα με τους Ευρωπαίους ή (για τον οποίο) εν πάση περιπτώσει υπάρχει μια κατανόηση με την κυβέρνηση και τους Ευρωπαίους να μην έχει υποβληθεί ακόμη με μια τέτοια σοβαρότητα που να επιτρέψει το άνοιγμα των οικονομικών ροών προς τη χώρα;

Ξέρετε, δεν φοβάμαι τις κακές προθέσεις. Φοβάμαι πολύ περισσότερο την έλλειψη σοβαρότητας, τους υπουργούς που διαγκωνίζονται στην επίτευξη δημοσιότητας κι όχι στην επίτευξη οικονομικών στόχων. Αυτό τρέμω».

Για την απουσία του αντιπροέδρου της κυβέρνησης στο Πεκίνο και τις φωτογραφήσεις του υπουργού Οικονομικών στην Κρήτη ενώ κρινόταν η διαπραγμάτευση:

«Υπάρχουν περίεργα πράγματα και το πρώτο που ανέφερα προηγουμένως το καταλαβαίνω, υπάρχει μια μεγάλη δύναμη με ιδιαίτερη επιρροή και είναι λογικό να πάει ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης στην Κίνα. Αυτό δεν είναι παράλογο.

Για το υπόλοιπο θέμα που αφορά στο πώς διεξάγεται η διακυβέρνηση της χώρας υπ’ αυτές ακραίες συνθήκες στα θέματα της Οικονομίας, απορώ…».

Ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη συγκεκριμένη συγκυρία:

« Νομίζω ότι ο πρόεδρος της Ν.Δ. έκανε πάρα πολύ σωστά και ανέλυσε αυτό που η Κυβέρνηση αρνείται να παραδεχθεί ότι υφίσταται μια συμφωνία, αν θέλετε υπάρχει ένα νέο Μνημόνιο. Ίσως να μην αρέσει αυτή η λέξη και να το πούμε κάπως αλλιώς, το οποίο για κάποιον λόγο – τον οποίο προφανώς η κυβέρνηση γνωρίζει – αρνείται να το φέρει στη Βουλή.

Έχω καταθέσει σχετική ερώτηση με την οποία αποδεικνύω ότι η κυβέρνηση δεν διαθέτει τη νομική δυνατότητα να μην το φέρει στη Βουλή. Είναι άκυρο αν δεν το φέρει στη Βουλή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εμείς ευχόμαστε την ακυρότητα.

Είναι νομική ερμηνεία επί ενός νομικού κειμένου, πέραν των σημαντικών πολιτικών συνεπειών του. Η κυβέρνηση δεν έχει νομοθετική εξουσιοδότηση να μην το φέρει στη Βουλή και μια τέτοια ενέργεια είναι λάθος. Δεν πιστεύω ότι εμείς γνωρίζουμε περισσότερα νομικά, οπότε η κυβέρνηση το κάνει επί τούτου φοβούμενη την Κοινοβουλευτική Ομάδα της, την κοινοβουλευτική της πλειοψηφία.

Να σας ξεκαθαρίσω ότι δεν ευχόμαστε την πτώση ή την αποτυχία της κυβέρνησης. Ευχόμαστε την επιτυχία της για να γλυτώσουμε τα “ζόρικα”, τα οποία βλέπουμε. Το ξεκαθαρίζω για να είμαστε συνεννοημένοι. Λέμε στην κυβέρνηση πως πρέπει να εξεύρει ένα modus vivendi με την Ε.Ε. και να συμφωνήσει βάσει των δικών της προτεραιοτήτων, να έρθει το κείμενο της συμφωνίας στη Βουλή ώστε να προχωρήσουν η χώρα, αλλά και η Οικονομία.

Τους λέμε επίσης ότι εφ’ όσον αυτό το πλαίσιο συμφωνίας θα ταυτίζεται με τις δικές μας προγραμματικές θέσεις, θα το στηρίξουμε. Δεν θα κάνουμε αυτό που έκανε η κυβέρνηση όταν ήταν αντιπολίτευση, να καταψηφίζουμε γενικά κι αόριστα, στο πλαίσιο της εντολής που μας έδωσαν οι άνθρωποι που μας στήριξαν, διότι κι εμείς εκπροσωπούμε ένα πολύ σημαντικό κομμάτι – μικρότερο απ’ ό,τι θα θέλαμε – αλλά είναι το 26 – 27% του ελληνικού λαού.

Δεν μας είπαν να δεχθούμε ό,τι φέρνει η κυβέρνηση αλλά να στηρίξουμε την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, τις επιχειρήσεις, την καταπολέμηση της ανεργίας. Αυτά θα στηρίξουμε με όποιο κόστος, αρκεί να τα φέρει η κυβέρνηση. Το φοβερό πρόβλημα είναι ότι η κυβέρνηση δεν προωθεί κάτι αλλά επί δύο μήνες συζητάμε».

Σχετικά με τα εσωκομματικά της Ν.Δ, και την κριτική που δέχθηκε:

«Μπροστά στον πρόεδρο του κόμματος, στα όργανα αλλά και δημοσίως έχω πει τη γνώμη μου για το τι συνέβη, γιατί βρεθήκαμε εκεί που βρεθήκαμε και πώς τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι αλλιώς.

Δεν θεωρώ ότι ήταν αυτονόητο πως θα χάναμε αυτές τις εκλογές. Δεν θεωρούσα και δεν θεωρώ πως όταν ένα κόμμα ασκεί περιοριστική πολιτική κατ’ ανάγκην χάνει τις εκλογές. Πρότεινα κατά την άποψή μου τι πρέπει να γίνει, όπως έκαναν κι άλλοι συνάδελφοί μου, δηλαδή τη σύγκλιση εκτάκτου συνεδρίου. Η πρότασή μου δεν έγινε δεκτή.

Δεν πρόκειται να μετατραπώ σε περιφερόμενο γυρολόγο επαναλαμβάνοντας τα ίδια και τα ίδια. Έχω πει την άποψή μου. Από κει και πέρα, καθένας έχει το δικό του μερίδιο ευθύνης για το πώς και πού πάμε. Πιστεύω ότι η Ν.Δ. είχε σε πάρα πολλά πράγματα δίκιο και νομίζω σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό, η Ν.Δ. έτσι όπως ήρθε το εκλογικό αποτέλεσμα, εν πολλοίς το εκλογικό σώμα της έδωσε λιγότερα απ’ αυτά που της ανήκαν. Επίσης, παραμένει το γεγονός ότι τιμωρηθήκαμε για πάρα πολλά δικά μας λάθη που θα μπορούσαμε να έχουμε αποφύγει».

Αν έχει δεχθεί τηλεφώνημα από τον Πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας κ. Α. Σαμαρά μετά τη συνεδρίαση της Π.Ε.:

«Το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι της Β’ Αθηνών μου έδωσαν τους σταυρούς που μου έδωσαν δεν υποχρεώνουν τον πρόεδρο του κόμματος κατ’ ανάγκην να μου τηλεφωνεί. Είναι στη διακριτική του ευχέρεια να με καλέσει ή όχι. Δεν μπορώ να απαιτήσω κάτι τέτοιο».

Μετάβαση στο περιεχόμενο