Χαιρετισμός στο Συνέδριο “Παράνομη διακίνηση και εμπορία ανθρώπων και ηλεκτρονικό έγκλημα”

Κυρίες και κύριοι Σύνεδροι, Χαίρομαι ιδιαίτερα που παρευρίσκομαι στο Συνέδριό σας. 

Πρόκειται για μία ακόμη ενδιαφέρουσα εκδήλωση που συνδιοργανώνει η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων. 

Τα θέματα που θα συζητήσετε είναι πράγματι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και επίκαιρα. 

Η εμπορία των ανθρώπων – αυτή η σύγχρονη μάστιγα των ημερών μας- προσβάλλει την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη. Αποτελεί τη σύγχρονη μετάλλαξη του εμπορίου δούλων σε αποδοτική επιχείρηση οικονομικής εκμετάλλευσης της εξαναγκαστικής εργασίας των προσώπων και της γενετήσιας ζωής τους. 

Κατά τους υπολογισμούς της UNICEF, περί το ένα εκατομμύριο παιδιά και 700.000 γυναίκες προωθούνται κάθε χρόνο στην πορνεία. 

Πρόκειται για ένα φαινόμενο ιδιαίτερα απεχθές, που επιφέρει βαριές ψυχικές και σωματικές βλάβες στα θύματα, που επί το πλείστον αποτελούν ευάλωτες κατηγορίες του πληθυσμού. 

Είναι ευνόητο, ότι το εμπόριο ανθρώπων πρέπει να αντιμετωπίζεται, και η Ελλάδα ήδη έχει προχωρήσει σε αυτό, με τη μεγαλύτερη δυνατή αυστηρότητα από τη πλευρά του Ποινικού Δικαίου. Ιδιαιτέρου, επίσης, ενδιαφέροντος είναι και το άλλο θέμα του Συνεδρίου σας. 

Η «κυβερνοεγκληματικότητα» (“cybercriminalite”), δηλαδή η διάπραξη ποινικών αδικημάτων μέσω του Διαδικτύου, τα τελευταία, ιδίως, χρόνια, που παρατηρείται ραγδαία ανάπτυξη της χρήσεως του Διαδικτύου (Internet) σε ολόκληρο τον κόσμο, συνιστά μία εξαιρετικά σοβαρή απειλή, τόσο για τα φυσικά και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου όσο και για τις δημόσιες υπηρεσίες των Κρατών. 

Κύριο χαρακτηριστικό των αδικημάτων μέσω του Διαδικτύου αποτελεί ο διασυνοριακός τους χαρακτήρας και κύριο εμπόδιο για την καταστολή των εγκλημάτων αυτών αποτελεί η αρχή της εδαφικότητος, η οποία διέπει την εφαρμογή των κανόνων του ποινικού νόμου, για την άρση του οποίου απαιτείται η ανάληψη διεθνούς δράσεως.

Το 1997, το Συμβούλιο της Ευρώπης (ΣΕ),ανέλαβε την πρωτοβουλία για την συγκρότηση μιας ειδικής επιτροπής εμπειρογνωμόνων, με σκοπό την αντιμετώπιση της εγκληματικότητος στον Κυβερνοχώρο (“cyber-space”). 

Καρπός της προσπάθειας αυτής ήταν η κατάρτιση της υπ’.αριθ. 185 Συμβάσεως του Συμβουλίου της Ευρώπης για το έγκλημα στον Κυβερνοχώρο, που υπεγράφη στην Βουδαπέστη στις 23-11-2001.

Η εν λόγω Σύμβαση αποτελεί, πράγματι, ένα πρωτοποριακό και οικουμενικού χαρακτήρος, κείμενο, με το οποίο επιδιώκεται η εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών σε ό,τι αφορά στην ποινικοποίηση συγκεκριμένων μη νομίμων συμπεριφορών, όπως είναι η παράνομη πρόσβαση ή η πρόκληση βλάβης σε σύστημα υπολογιστή, η κατοχή και διάδοση υλικού παιδικής πορνογραφίας καθώς και η υποχρέωση στα συμβαλλόμενα κράτη για επιβολή των καταλλήλων ποινικών κυρώσεων ως προς τον κολασμό των σχετικών αδικημάτων. 

Η Σύμβαση αυτή δεν έχει ακόμη κυρωθεί από τη χώρα μας, κυρίως εξαιτίας των ασαφών δικονομικών διατάξεων της, οι οποίες χρήζουν ειδικής επεξεργασίας για την ενσωμάτωσή τους στο εθνικό δικονομικό μας σύστημα.

 Για το έγκλημα πάντως στο Διαδίκτυο έχουν γίνει προσπάθειες αντιμετώπισής του, έστω και αποσπασματικά, από την Εθνική μας νομοθεσία, με σκοπό πρωτίστως την προστασία ευπαθών και ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων, όπως είναι τα παιδιά. 

Αναφέρομαι στο άρθρο 386Α του Ποινικού Κώδικα για την απάτη με υπολογιστή, στο ν. 3625/2007 που προβλέπει ποινικές κυρώσεις για την πορνογραφία εις βάρος ανηλίκων που τελείται μέσω του Διαδικτύου καθώς και στο ν. 3727/2008 που τιμωρεί την προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας των ανηλίκων καθώς και την προσέλκυση παιδιών για γενετήσιους λόγους μέσω Διαδικτύου. 

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σημειώσω ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης προβληματίζεται ως προς τη σκοπιμότητα θεσπίσεως διατάξεων σχετικών με την εξύβριση και τη συκοφαντική δυσφήμηση μέσω του Διαδικτύου. 

Από τη μία πλευρά, η Πολιτεία οφείλει να προστατεύει τους πολίτες της από ανώνυμους και πολλές φορές προδήλως αβάσιμους συκοφαντικούς ισχυρισμούς. 

Από την άλλη δε πλευρά είναι γνωστό ότι στο Διαδίκτυο (Internet) – και ίσως αυτό είναι και ένα στοιχείο της γοητείας του- κυριαρχεί η ελευθερία εκφράσεως στην πιο απόλυτη μορφή της. 

Σε κάθε περίπτωση, το Υπουργείο Δικαιοσύνης θεωρεί αναγκαία, πριν από την ανάληψη οποιασδήποτε πρωτοβουλίας, τη δημόσια συζήτηση και διαβούλευση. Την ανταλλαγή απόψεων και ιδεών. 

Πρέπει να γίνει στάθμιση και τελικώς να συνταιριαστεί το αγαθό της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών και η ανάγκη για προστασία της αξιοπρέπειας κάθε πολίτη. 

Θεωρούμε, επίσης, αναγκαία τη γνωμοδότηση για τα ανωτέρω ζητήματα της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και του Συνηγόρου του Πολίτη.

Με αυτές τις σκέψεις, σας εύχομαι καλή διαμονή και καλή επιτυχία στους σκοπούς του Συνεδρίου σας, τα πορίσματα του οποίου είμαι βέβαιος ότι θα συνεισφέρουν στην κατάλληλη νομοθετική αντιμετώπιση των διαπραγματευομένων θεμάτων.

Μετάβαση στο περιεχόμενο