Τοποθέτηση στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος σχετικά με τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας

Ο Βουλευτής Νίκος Δένδιας, ως ειδικός εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας τοποθετήθηκε, κατά την συζήτηση της Αναθεώρησης του Συντάγματος στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής την Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2006 και αναφέρθηκε στις σχέσεις κράτους- εκκλησίας.

 

Το πλήρες κείμενο της τοποθέτησης του Νίκου Δένδια έχει ως ακολούθως:«Θα ακολουθήσω το σκεπτικό του Γενικού μας Εισηγητή, του κ. Πάνου Παναγιωτόπουλου, στο εξής: Από τη μία πλευρά μεν, είναι απολύτως κατανοητές οι θέσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος και του Συνασπισμού. 

Είναι συνεπείς σ’ ένα ολόκληρο σκεπτικό, το έχουμε παρακολουθήσει επανειλημμένως και, άρα, καλώς. 

Εκείνο που ειλικρινά με μπερδεύει βαθύτατα είναι οι τοποθετήσεις της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Αυτό το λέω γιατί δεν μπορώ να διαγνώσω πίσω από τις προτάσεις τις οποίες διατυπώνουν, ποια είναι η ratio, ποια είναι η σκέψη, η οποία τις ενοποιεί.

Είναι μικρές βελτιώσεις για να αντιμετωπίσουμε κριτική διεθνών οργανισμών, όπως είπε ο ιδιαίτερα επιμελής και προσεκτικός Γενικός Εισηγητής σήμερα κ. Λοβέρδος;

 Είναι να προστατεύσουμε την Ορθοδοξία στην αλλοδαπή, όπως είπε μετά ο κ. Βενιζέλος, ο οποίος έχει μία πολύ μεγάλη γνώση και έχει γράψει και για το συγκεκριμένο ζήτημα πάρα πολλά πράγματα;Οφείλω να πω ότι ψάχνοντας λίγο, βρήκα μία ομιλία του Αρχηγού του ΠΑ.ΣΟ.Κ., του κ. Γιώργου Παπανδρέου, στις 7-2-2005, ένα χρόνο μετά την ανάληψη της ηγεσίας του ΠΑ.ΣΟ.Κ., στην οποία λέει επί λέξει το εξής: 

«Ο χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους προφανώς είναι ένα μεγάλο ζήτημα και είναι ένας στόχος που θα συμβάλει στην εξυγίανση της Ορθόδοξης Εκκλησίας».Θα μου επιτρέψετε να πω, λοιπόν, ότι πιστεύω πως αυτή είναι η πραγματική και υποκρυπτόμενη βούληση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., δηλαδή ο χωρισμός. Είναι ένας στόχος τον οποίο δεν τολμάει να εκφράσει –θεωρεί προφανώς ότι έχει εκλογικό κόστος- και τον οποίο προσπαθεί εκ πλαγίου να προσεγγίσει με ενδιάμεσες μεθόδους.

Κατ’ αρχήν, το ερώτημα είναι τι εννοεί κανείς με τη λέξη «χωρισμός». Τι θα πει «χωρισμός»; Πολύ φοβάμαι ότι εδώ γίνεται μία πολύ μεγάλη σύγχυση ανάμεσα στα θέματα θρησκευτικής ελευθερίας και σε διάφορα άλλα, τα οποία δεν έχουν καταγραφεί με επαρκή τρόπο. 

Όμως, εν πάση περιπτώσει, θα έρθω σε συγκεκριμένα άρθρα. Άρθρο 3. Τι είναι το άρθρο 3; Το «επικρατούσας» έχει νομολογηθεί σαφώς, έχει εξηγηθεί εκατό χιλιάδες φορές και δεν υπάρχει κανένα ζήτημα. Αποτελεί αναγνώριση του πραγματικού γεγονότος ότι η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων είναι ορθόδοξοι. 

Δεν διεκδικείται με το άρθρο 3 η οντότητα της ορθοδοξίας ως κρατικής θρησκείας εν Ελλάδι. Δεν υπάρχει τέτοιο θέμα και δεν έχει διατυπωθεί πουθενά. Εδώ, μνημόνευσε προηγουμένως ο κ. Βενιζέλος ρήση του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως, του κ. Βύρωνα Πολύδωρα, στη Βουλή των Ελλήνων. 

Πότε ελέχθη αυτό το πράγμα; Και εν πάση περιπτώσει, έτσι ελέχθη αυτό το πράγμα; Και εν πάση περιπτώσει, εάν έτσι ελέχθη, αυτό συνιστά πολιτειακή απειλή αλλαγής του ρόλου της ορθοδοξίας τώρα; Αυτό είναι που προκαλεί δηλαδή; Μα, ειλικρινά, ο κ. Βύρων Πολύδωρας θα έπρεπε να είναι εξαιρετικά υπερήφανος, αν με μία φράση του στη Βουλή των Ελλήνων προκαλεί ανάγκη αλλαγής του Συντάγματος.Από εκεί και πέρα, το άρθρο 3 τι είναι; 

Το άρθρο 3 είναι το άρθρο με το οποίο ρυθμίζονται οι σχέσεις του ελληνικού Κράτους με την αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδας και με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, βάσει του τόμου του 1850. 

Αυτό είναι το άρθρο 3. Και το άρθρο 3 είναι ένα άρθρο, το οποίο στην πραγματικότητα καλώς λέει και πώς διοικείται η Εκκλησία. Εδώ υπάρχουν διαφορετικές απόψεις. Υπάρχει άποψη την οποία εξέφρασε ο Γενικός μας Εισηγητής ότι έχουμε ένα σύστημα νόμου κρατούσης πολιτείας. 

Υπάρχει η άποψη του κ. Βενιζέλου ότι υπάρχει μία σχέση συνταγματικά ρυθμισμένη. Υπάρχει άλλη άποψη ότι πρόκειται για σχέση συναλληλίας.Όλες αυτές οι απόψεις σε επιστημονικό επίπεδο μπορεί να συζητηθούν, αλλά θέλω να σας πω και κάτι, κύριοι συνάδελφοι. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. είναι βαθύτατα υποκριτικό και θα σας πω γιατί. 

Όταν τέθηκε το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας τη δεκαετία του 1980, ποια ήταν η θέση που υποστήριξε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στο Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο; Η θέση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. είναι ότι οι προσφεύγουσες μονές είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ότι η Εκκλησία εν Ελλάδι είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και, άρα, δεν μπορεί να προσφεύγει στο Δικαστήριο αυτό.Αυτή είναι η τότε θέση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Και ποια είναι η υπεράσπιση που είχε η Εκκλησία της Ελλάδας; 

Η υπεράσπιση της Εκκλησίας της Ελλάδας ήταν το άρθρο 13, το θεμέλιο εν Ελλάδι της θρησκευτικής ελευθερίας.Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. αλλάζει θέση αναλόγως με τις εκλογικές σκοπιμότητες της στιγμής. 

Αυτό κάνει. Και αυτό, σ’ ένα τόσο κορυφαίο ζήτημα, δεν είναι ορθό.Θα μου επιτρέψετε να πω και κάτι άλλο. Υπάρχει ένα στοιχείο παράδοσης και με ενοχλεί και με στενοχωρεί βαθύτατα –και οφείλω να το πω- ότι η παράδοση αντιμετωπίζεται από τους αγορητές του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ως κάτι το οποίο να αποτελεί προνομία από οπισθοδρομικές γριούλες. Το έθιμο ως πηγή δικαίου εν Ελλάδι δεν είναι γνωστό στο ΠΑ.ΣΟ.Κ.; Το αγνοεί πλήρως; 

Είναι κάτι το οποίο δεν υπάρχει και πρέπει να το αγνοήσουμε; Σας ερωτώ για να το κατανοήσω δηλαδή. Διότι, από εκεί και πέρα, πάρα πολλά πράγματα εξηγούνται με τελείως διαφορετικό τρόπο.Ειλικρινά, λυπάμαι που χρειάζεται να πω κάτι. Λυπάμαι που η παράταξη την οποία αγαπώ και στην οποία ανήκω από μικρό παιδί, έχει χάσει την ιδεολογική της μάχη και ο συντηρητισμός στην Ελλάδα απευθύνεται πλέον στη Νέα Δημοκρατία ως ύβρις. 

Αυτό με λυπεί βαθύτατα, γιατί εγώ το συντηρητισμό δεν τον αποκηρύσσω. Το να συντηρείς αυτά που παρέλαβες δεν είναι κακό πράγμα. Όμως, εν πάση περιπτώσει, με την έννοια που εσείς το λέτε, θέλω να σας πω το εξής:

Εσείς είστε βαθύτατα συντηρητικοί και εσείς βλέπετε πίσω. Τι κάνει το ΠΑ.ΣΟ.Κ.; Έχει δημιουργήσει μία λογική του 18ου και του 19ου αιώνα, μία λογική των εγκυκλοπαιδιστών τότε, του Ντιντερό, του Νταλαμπέρ και μ’ αυτή τη λογική μάχεται τη θρησκεία όχι ως ένα φαινόμενο της ανθρώπινης κοινωνίας, αλλά ως μία οπισθοδρομική μάζα την οποία πρέπει να απεμπολήσει από το κρατικό γίγνεσθαι, ως αν η θρησκεία να είναι ταυτόσημη με τον τότε μονάρχη της Γαλλίας.

Αυτή είναι η λογική του ΠΑ.ΣΟ.Κ., αυτή είναι η ratio πίσω από όλα αυτά. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν αντιλαμβάνεται αυτό που δεν αντελήφθη ούτε στα θέματα μονιμότητας των δημοσίων Υπαλλήλων. 

Δεν αντιλαμβάνεται δηλαδή ότι το σύγχρονο κράτος είναι κάτι τελείως διαφορετικό και ότι η Εκκλησία είναι μία κοινωνία πολιτών. Και έτσι πρέπει να την αντιμετωπίσουμε.

Δεν είναι δύο αντισυμβαλλόμενες οντότητες, οι οποίες πρέπει να καθίσουν σ’ ένα τραπέζι και να υπογράψουν ένα κονκορδάτο το Κράτος από τη μία πλευρά και η Εκκλησία από την άλλη πλευρά. Έτσι το αντιλαμβάνεται και ο κ. Μάνος, ως δύο διαφορετικές οντότητες.

Η θρησκεία στην Ελλάδα σήμερα είναι μία κοινωνία πολιτών και έτσι πρέπει να αντιληφθούμε το θρησκευτικό φαινόμενο. Και με μία κοινωνία πολιτών πρέπει να διαλέγεται το κράτος. Και σ’ αυτό το διάλογο πρέπει να είναι εξαιρετικά ευέλικτο. Και σε τίποτα το άρθρο 3 δεν ενοχλεί αυτή την ευελιξία.Αντιθέτως, το άρθρο 13, σ’ ένα μεγάλο βαθμό, την κατοχυρώνει και για την ορθοδοξία και για τις άλλες θρησκείες. Έτσι πρέπει να το δούμε και μόνο έτσι μπορούμε να το δούμε. 

Και ήταν σαφέστατος και νομίζω ότι είναι απολύτου δικαίου ο κύριος Υπουργός των Εσωτερικών προηγουμένως.Όσον αφορά το θέμα του προσηλυτισμού, ειλικρινά έχω την αίσθηση ότι προσπαθούμε να βρούμε ζητήματα.

Από νομική άποψη, αν θέλετε, το ακροτελεύτιο άρθρο 13,2 δεν προσφέρει τίποτα. Υπάρχουν ειδικοί νόμοι που τα ρυθμίζουν. Υπάρχει μεγάλη φοβία των δικαστηρίων να ερμηνεύσουν λάθος τους δύο μεταξικούς νόμους, το ν. 1362/38 και το ν. 1672/39 περί προσηλυτισμού. Υπάρχουν τα άρθρα του Ποινικού Κώδικα, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν σ’ αυτήν την περίπτωση, εάν χρειαστεί. Έχουμε μηδενικές καταδικαστικές αποφάσεις για τέτοιο θέμα την τελευταία δεκαετία. 

Όμως, ειλικρινά, το γιατί συμβαίνει όλη αυτή η ιστορία για τον προσηλυτισμό του άρθρου 13,2, δεν μπορώ να το καταλάβω.Δεν συμφωνώ με την ψευδεπίγραφη πρόφαση που το ΠΑ.ΣΟ.Κ. φέρνει σ’ αυτήν την Αναθεώρηση. Ελάτε ευθέως και πείτε μας τι θέλετε. Ελάτε να προβάλετε ένα κοινωνικό όραμα, για να το συζητήσουμε, να διαφωνήσουμε ίσως. 

Όμως, αυτές οι μισές κουβέντες, αυτές οι μικρές αλλαγές που δεν συνιστούν στην ουσία αλλαγή πραγματικότητας, αλλά συνιστούν απλώς κολάκευση τμήματος του εκλογικού σώματος, χωρίς από την άλλη να απεμπολείτε την αξίωσή σας να ταυτιστείτε και με άλλο τμήμα του εκλογικού σώματος που έχει την αντίθετη άποψη, με ενοχλούν βαθύτατα και αυτό το θεωρώ υποκριτικό.Εγώ δεν έχω πρόβλημα να έρθει κάποιος σ’ αυτό το Βήμα και να πει «εμείς θέλουμε τον απόλυτο χωρισμό». 

Διαφωνώ πλήρως, θεωρώ ότι είναι αναχρονιστικό, θεωρώ ότι ανήκει στο 18ο αιώνα, θεωρώ ότι αυτό είναι που κρύβεται πίσω από τις προθέσεις σας, αλλά με ενοχλεί ακόμα πιο βαθιά ότι δεν τολμάτε να το πείτε. 

Δεν τολμάτε να έρθετε εδώ και να το πείτε ειλικρινά, για να συζητήσουμε σε μία ειλικρινή βάση. Αυτό με στενοχωρεί. Και γι’ αυτό σας λέω ότι όλα αυτά είναι ψευδεπίγραφα. Ο όρκος του Προέδρου της Δημοκρατίας; Μα, αυτό είναι το ζήτημα τώρα; Ο όρκος των Βουλευτών που υπάρχει στο 59,2, αυτό είναι το ζήτημα τώρα; 

Αυτά είναι θέματα προς αναθεώρηση που μας απασχολούν; Πότε υπήρξε στην Ελλάδα άρνηση, πότε υπήρξε καταδίκη για κάποιον ο οποίος ζήτησε να ορκιστεί στην τιμή και την υπόληψή του; 

Εγώ σας έχω φέρει μία σειρά από αποφάσεις –όπως την απόφαση 3269/89 του Εφετείου Θεσσαλονίκης, για αθώωση κατηγορουμένου- όπου δεν υπάρχει τέτοιο ζήτημα.Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. με αυτήν την πρόταση δεν έχει θέσει ζήτημα. 

Νομίζω ότι θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω, να το δούμε ξανά από την αρχή. Νομίζω ότι πρέπει να πει το ΠΑ.ΣΟ.Κ. σ’ αυτήν την Επιτροπή την πραγματικότητα σε σχέση με το εάν θέλει το χωρισμό, με ποιον τρόπο τον εννοεί, με ποιον τρόπο τον καταλαβαίνει και να καθίσουμε να συζητήσουμε σε μία πραγματική βάση.

Η βάση συζήτησης επί τη βάσει αυτών των προτεινομένων άρθρων, δεν είναι πραγματική βάση συζήτησης, δεν έχει έννοια.»

Μετάβαση στο περιεχόμενο