Ομιλία κατά τη συζήτηση του Σ/Ν του Υπ. Διοικητικής Μεταρρύθμισης «Πειθαρχικό Δίκαιο Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου»

«Επί του συγκεκριμένου νομοθετήματος είναι χρήσιμο να λεχθούν πολύ λίγα πράγματα, διότι νομίζω ότι επί της αρχής έγινε μία εκτενέστατη ανάπτυξη από τον ευρυμαθή Εισηγητή της Νέας Δημοκρατίας, τον καθηγητή κ. Προκόπη Παυλόπουλο και από τον συνάδελφο κ. Καντερέ που μίλησε προηγουμένως.

 

Ήταν όμως, οφείλω να πω, ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι από το χρόνο της ομιλίας των δεκαεννέα και κάτι λεπτών, ο Υπουργός κ. Ρέππας κατανάλωσε 6,25 λεπτά σε μια διαδικασία απολογισμού τού, κατά τη κρίση του, θετικού έργου διαχρονικά των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ από το 1981 μέχρι σήμερα στη δημόσια διοίκηση. Παρουσίασε μάλιστα το ΠΑΣΟΚ ως τον μεγάλο μεταρρυθμιστή, τον δημιουργό μας σύγχρονης, ικανής δημόσιας διοίκησης.

Δεν παρέλειψε να κάνει αυτό που είναι σύνηθες, να κατηγορήσει τη Νέα Δημοκρατία για πεπραγμένα το 2009…

Η ελληνική κοινωνία την πραγματικότητα τη γνωρίζει. Και βεβαίως έχουμε ευθύνες ως Νέα Δημοκρατία. Θα ήταν ίσως χρήσιμο όμως να σημειωθούν και οι πάρα πολλές θετικές προσπάθειες που έγιναν, όπως τα νομοθετήματα του 2006, του 2007 κι ο νέος Κώδικας τον οποίο περάσαμε. Εν πάση περιπτώσει, όμως, εγώ να δεχθώ και τις ευθύνες μας, αν θέλετε, τις όποιες ευθύνες μας. Ποιες είναι οι ευθύνες μας; Οι ευθύνες μας κατ’ ουσίαν συμποσούνται σε μία και μέγιστη, στο ότι δεν προλάβαμε ή, αν θέλετε, δεν είχαμε επαρκή θέληση αυτά τα πέντε χρόνια που κυβερνήσαμε –να το ομολογήσουμε κι αυτό- να σπάσουμε τα «αποστήματα» τα οποία το ΠΑ.ΣΟ.Κ. επί έτη δημιούργησε στη δημόσια διοίκηση.

Μπορούμε να χωρίσουμε το θέμα σε δύο τομείς: Πρώτον, αποτελεσματικότητα και δεύτερον, θέματα διαφθοράς.

Αποτελεσματικότητα. Ακούει κανείς την Αριστερά πολλές φορές σ’ αυτή την Αίθουσα, η οποία λέει το εξής απίστευτο, ότι η δημόσια διοίκηση είναι το εργαλείο του μεγάλου κεφαλαίου κι αγνοείτε αυτό το οποίο κι ο τελευταίος επιχειρηματίας στην Ελλάδα -ο μικρός επιχειρηματίας, ο μαγαζάτορας της γειτονιάς, αυτός που έχει επιχειρήσει ακόμη και να πάρει μια άδεια καφενείου στην περιφέρεια- πολύ καλά γνωρίζει, ότι δηλαδή η δημόσια διοίκηση, με τον τρόπο που λειτουργεί, είναι ο μέγιστος εχθρός της επιχειρηματικότητας σήμερα. Σ’ αυτήν υπηρετούν πάρα πολλοί αξιόλογοι και εντιμότατοι άνθρωποι κι αυτό πρέπει να το λέμε και να το θυμόμαστε πάντοτε. Όμως με τον τρόπο που λειτουργεί η δημόσια διοίκηση είναι αυτή ακριβώς που καταβαραθρώνει κάθε προσπάθεια επένδυσης σ’ αυτή τη χώρα όλα αυτά τα χρόνια.

Αυτή η δημόσια διοίκηση δεν ήταν διαχρονικά έτσι. Αυτή η δημόσια διοίκηση δημιουργήθηκε με τον τρόπο αυτό λειτουργίας ως μία συγκεκριμένη πολιτική επιλογή μιας συγκεκριμένης κυβέρνησης, της Κυβέρνησης του 1981, τότε υπό τον μακαρίτη Αγαμέμνονα Κουτσόγιωργα. Αυτό έγινε. Και δεν το λέω για να αντιδικήσω με το παρελθόν. Αυτό πράγματι –κι έχει δίκιο ο Υπουργός- έχει πολύ περιορισμένη σημασία. Έχει έννοια όμως το να γνωρίζουμε το παρελθόν, για να μπορέσουμε να διαγράψουμε το μέλλον. Δεν έχει έννοια το να ψέγουμε το παρελθόν. Έχει έννοια όμως το να κατανοήσουμε το παρελθόν. Και μ’ αυτήν την έννοια το χρησιμοποιώ.

Αν, δε, πάρουμε τον έτερο πυλώνα του προβλήματος, τη διαφθορά, εδώ πάλι θέλω να είμαι ξεκάθαρος. Υπάρχουν πάρα πολλοί έντιμοι και ικανοί άνθρωποι που υπηρετούν τη δημόσια διοίκηση με αυτοθυσία και με στερήσεις προσωπικές και οικογενειακές και μάλιστα πάρα πολλοί που αυτή τη δύσκολη ώρα στενάζουν και, παρά ταύτα, εκτελούν το καθήκον τους απέναντι στο Σύνταγμα, στους νόμους και στον Έλληνα πολίτη.

Θα σας αναφέρω μια απλή μέθοδο μέτρησης. Δείκτης αντίληψης της διαφθοράς της «Transparency International»: Το 2009 η χώρα μας ήταν εβδομηκοστή πρώτη στις εκατόν ογδόντα περίπου χώρες. Το 2010, όταν έχει επανέλθει «εθνοσωτήρια κυβέρνηση» στη χώρα, πάμε στην εβδομηκοστή όγδοη θέση. Το 2011 πάμε στην ογδοηκοστή θέση.

Για να έχουμε μία αίσθηση του τι σημαίνουν αυτές οι θέσεις, θα σας πω ότι το 2011 ήμασταν τέσσερις θέσεις πίσω από το Λεσότο και πέντε θέσεις πίσω από την Γκάμπια στην Αφρική! Το λέω με κάθε σεβασμό για τις χώρες αυτές, αφού προφανώς έχουν μία διοίκηση που τουλάχιστον στους πολίτες τους δίνει την εικόνα ολιγότερο διεφθαρμένης από τη δική μας.

Άρα, υπάρχει ανάγκη σημαντικής μεταρρύθμισης. Όσον αφορά αυτή τη σημαντική μεταρρύθμιση, αν υποθέσουμε, για λόγους ευκολίας της συζήτησης, ότι η Νέα Δημοκρατία είχε αποτύχει πλήρως το 2004 – 2009 –να το συνομολογήσω κι αυτό, για λόγους ευκολίας της συζήτησης αυτής- αυτό τι έδινε στην Κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. του 2009; Της έδινε μία λαμπρή ευκαιρία να αναμορφώσει όλη τη δημόσια διοίκηση. Είχατε δύο χρόνια στη διάθεσή σας και μια νωπή λαϊκή εντολή. 

Είχατε έντεκα μονάδες διαφορά από τη Νέα Δημοκρατία. Εάν αυτά τα οποία ο κύριος Υπουργός λέει είναι αληθή, ότι τώρα χρειάζεται να γίνουν ένα-δύο-τρία τέσσερα-πέντε πράγματα –και δεν διαφωνώ καθόλου με αυτά, αλλά τα επικροτώ και σε μεγάλο βαθμό τα υποστηρίζω κι εγώ κι η Νέα Δημοκρατία- εάν αυτά, λοιπόν, είναι αληθή, τι άλλο συνιστούν παρά ομολογία της πλήρους απραξίας των τελευταίων δυόμισι ετών; 

Δεν είναι προφανές ότι αν το ΠΑ.ΣΟ.Κ. είχε κάνει τη δουλειά του όταν κυβερνούσε μόνο του από το 2009 μέχρι το 2011, τότε δεν θα χρειαζόταν να λέγονται αυτά που λέγονται σήμερα και αν πράγματι είχε διαπιστώσει τη δική μας αποτυχία, τότε κατά μείζονα λόγο όφειλε να εκτελέσει αυτά για τα οποία τώρα επικαλείται μία δυσχερή πραγματικότητα και τα οποία στην πραγματικότητα πρέπει να τα κάνει η επόμενη κυβέρνηση της χώρας;

Ως προς τις Ανεξάρτητες Αρχές και τις αξιολογήσεις των δομών, εκφράζω την προσωπική μου άποψη. Εγώ έχω μία σαφή θέση απέναντι στις Ανεξάρτητες Αρχές. Θεωρώ ότι η επ’ άπειρον επέκτασή τους δεν ωφελεί. Αντίθετα, θεωρώ ότι ο κύριος θεσμικός ρόλος κατοχύρωσης των δικαιωμάτων του πολίτη ανήκει στην ελληνική δικαιοσύνη.

Νομίζω ότι αυτό που κάνει το ελληνικό πολιτικό σύστημα –δεν μου αρέσει να χρησιμοποιώ την έκφραση «πολιτικό σύστημα», έχει γίνει πια του συρμού και πολύ λίγα σημαίνει- και εννοώ σχεδόν όλα τα κόμματα τα οποία εμμέσως ή αμέσως ασκούν εξουσία, είναι να συνομολογούν τη δημιουργία Ανεξάρτητων Αρχών απλώς για να μεταβιβάζουν την πολιτική ευθύνη κάπου αλλού εκτός των νόμων.

Οι Ανεξάρτητες Αρχές είναι ένας sui generis θεσμός. Δεν ανήκει απολύτως στη διοίκηση. Βεβαίως, δεν ανήκει στη δικαιοσύνη. Εν πάση περιπτώσει η επ’ άπειρον δημιουργία Ανεξαρτήτων Αρχών πρέπει αφενός μεν να σταματήσει, κατά δεύτερον δε να διευκρινιστεί και τελικά ο ρόλος τους. Δεν είμαι απολύτως βέβαιος ότι πάντοτε ο ρόλος των Ανεξαρτήτων Αρχών είναι ρόλος θετικός.

Πέραν αυτού, θέλω να πω και δύο πράγματα, όπως πάντα κάνω τον τελευταίο καιρό, για τα θέματα που έθιξαν οι αγαπητοί συνάδελφοι της Αριστεράς. Καταρχήν, για το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος. Η αγαπητή Πρόεδρος κυρία Νικολαΐδου χαρακτήρισε τη δημόσια διοίκηση εργαλείο του κεφαλαίου και του αστικού κράτους. Επίσης, ανεφέρθη, αν καλά παρατήρησα, με αρνητική τοποθέτηση στη διάταξη του άρθρου 107 του νομοθετήματος που εισηγείται η Κυβέρνηση, στην οποία ως πρώτο πειθαρχικό παράπτωμα αναφέρονται οι πράξεις με τις οποίες εκδηλώνεται άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος ή έλλειψη αφοσίωσης στην πατρίδα και στη δημοκρατία.

Αναφερθήκατε, αγαπητή κυρία συνάδελφε, ρητά στην άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος ως κακή αναφορά. Δηλαδή, ότι δεν έπρεπε να περιλαμβάνεται στα πειθαρχικά παραπτώματα των δημοσίων υπαλλήλων η άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος. Ίσως εγώ δεν κατάλαβα καλά, κάτι το οποίο εύχομαι.

Για να αντιληφθώ το ρόλο που το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος αντιλαμβάνεται το ρόλο του, θεωρεί ότι η άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος δεν συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα για τους δημοσίους υπαλλήλους; Ή να το θέσω αλλιώς, η αμφισβήτηση του ισχύοντος Συντάγματος από τους δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι έχουν ορκιστεί πίστη σ’ αυτό το Σύνταγμα, είναι αυτό το οποίο επαγγέλλεται το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος;

Με συγχωρείτε, αλλά εάν το λέτε αυτό το πράγμα, φοβούμαι ότι οδηγούμαστε σε συμπεράσματα, τα οποία δεν είναι ορθά.

Θέλω να πω και κάτι άλλο. Αναφερθήκατε, εάν καλώς άκουσα στα Πρακτικά της Βουλής που αφορούσαν τον Υπαλληλικό Κώδικα του 1951. Τότε, δεν λεγόταν έτσι, αλλά δεν έχει σημασία. Το λέω για την αντίληψη του τι εννοούμε. Είπατε ότι ο Υπαλληλικός Κώδικας του 1951 ήταν προϊόν ξένης επιβολής και μάλιστα ξένης δυνάμεως…

Εδώ, όμως, θα πρέπει να πούμε ιστορικά δύο κουβέντες και αυτό το θέμα σιγά-σιγά να το τοποθετήσουμε. Είναι η δεύτερη φορά που το παρατηρώ. Με απόλυτο σεβασμό αναφέρομαι σε κάτι που η κυρία Παπαρήγα είχε πει για το 1944-1949 σε αυτήν την Αίθουσα και απ’ αυτό το Βήμα πριν από λίγες μέρες.

Κοιτάξτε, δεν είμαι έτοιμος να δεχθώ ότι ιστορικά ο ρόλος της Αριστεράς είναι δικαιωμένος. Σέβομαι απολύτως την πορεία της, σέβομαι απολύτως τις απόψεις των ανθρώπων που την εκπροσωπούσαν και την εκπροσωπούν, αλλά μέχρι εκεί. Μέχρι εκεί! Να έρχεται εδώ τώρα η Αριστερά και να μας λέει λίγο-πολύ ότι η δημόσια διοίκηση διαχρονικά στην Ελλάδα λειτούργησε ως όργανο των ξένων δυνάμεων, αυτό δεν πρόκειται να το συνυπογράψω.

Θα μου επιτρέψετε να σας πω –διότι ιστορία γνωρίζουμε όλοι- ότι και την 5η Ολομέλεια γνωρίζουμε και την «πολιτική των ασυρμάτων» γνωρίζουμε και το «όπλο παρά πόδα» γνωρίζουμε, εάν θέλουμε να πάμε πίσω στο ’49, και τις απόψεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος για την ελληνική ιστορία και την ανεξαρτησία γνωρίζουμε και για την ακεραιότητα της χώρας τη γνωρίζουμε.

Ειλικρινώς, σας παρακαλώ από βάθος καρδιάς σε αυτή τη δύσκολη στιγμή για τη χώρα, μην ανοίξετε τέτοιο θέμα. Μην ανοίγετε τέτοιο θέμα. Θα λεχθούν πράγματα τα οποία δεν είναι καλά. Βρισκόμαστε μπροστά σε μία πολύ μεγάλη κρίση και χρειάζεται εθνική ομοψυχία. Μην πάμε πίσω σε εποχές που δίχασαν τους Έλληνες.

Εάν θέλετε, δείξαμε τεράστια ιστορική ανοχή εμείς της Κεντροδεξιάς απέναντι στην Αριστερά. Σας παρακαλώ, όμως, ειλικρινώς μην εκμεταλλεύεστε αυτή την ανοχή. Σας σεβαστήκαμε απολύτως, σεβαστήκαμε τις απόψεις σας, αλλά μέχρι εκεί. Μέχρι εκεί! Δεν μπορεί να πάει πιο πέρα.

Καταλήγω: Επί της αρχής το νομοθέτημα ορθώς έχει. Αυτό το οποίο είναι απαράδεκτο -και το είπε και ο κ. Παυλόπουλος- είναι η τροπολογία, ιδίως αυτά τα περί της δυνατότητος με μονομερή δήλωση επικύρωσης της αποσπάσεως σε άλλη δημόσια υπηρεσία κ.λπ. Αυτά θα τα πούμε αύριο.

Δεν είναι δυνατόν, κύριε Υπουργέ, να γίνουν δεκτά. Θα σας παρακαλέσω ειλικρινώς πάρα πολύ να τα πάρετε πίσω. Μη μας φέρετε σε δύσκολη θέση να δημιουργήσουμε θέμα επί της ουσίας».

Μετάβαση στο περιεχόμενο