Ομιλία στη Βουλή κατά τη συζύτηση του Σ/Ν του Υπουργείου Δικαιοσύνης “Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής”

“Η Αριστερά, επίσης, λέει πάντοτε αμυνόμενη «εμείς δεν ασκήσαμε εξουσία». Σοβαρά; Πόσα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κυβερνήθηκαν από την Αριστερά από το 1974 μέχρι σήμερα; Πόσοι δήμοι, πόσα πανεπιστήμια; Για το απίστευτο χάλι της Ανώτατης Εκπαίδευσης σήμερα, για την πλήρη καταβαράθρωση του ασύλου δεν είναι υπεύθυνη η Αριστερά; Ποιος είναι υπεύθυνος; Κι όμως, αυτή η Αριστερά έρχεται εδώ και κρίνει τους πάντες και τα πάντα αφ’ υψηλού και, μάλιστα, με υβριστικότατους χαρακτηρισμούς!”

 

“Είχα την πρόθεση, κύριε Πρόεδρε, να χρησιμοποιήσω το νερό του κυρίου Υπουργού ως νερό της σοφίας, αλλά οι υπηρεσίες της Βουλής φρόντισαν να το αντικαταστήσουν πριν προλάβω.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, εμείς στη Νέα Δημοκρατία σε ένα μεγάλο βαθμό, όπως διατύπωσε ο εισηγητής μας κ. Τζαβάρας και ο κ. Καραγκούνης και ο καθηγητής κ. Παυλόπουλος που μίλησαν γι’ αυτό, δεχόμαστε τις προβλέψεις του νομοσχεδίου και το ψηφίζουμε επί της αρχής. Έχουν γίνει συγκεκριμένες παρατηρήσεις και κατά τη διαδικασία στην αρμόδια Επιτροπή. Πολλές από αυτές έγιναν δεκτές από τον αρμόδιο Υπουργό. Επίσης, έγιναν παρατηρήσεις και προ της έναρξης σήμερα. Νομίζω ότι διευκρινίστηκαν ορισμένα θέματα.

Θα ήθελα απλώς να απαντήσω στον Υπουργό για το σχόλιο το οποίο έκανε όσον αφορά την ανάγκη προστασίας του Έλληνα πολίτη από την καθυστέρηση αποστολής του φακέλου από το δημόσιο κατά τη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Βεβαίως, η παρατήρησή του είναι ορθότατη. Βεβαίως, το πρόβλημα υπάρχει.

Από την άλλη όμως, πλευρά, κύριε Υπουργέ, υπάρχει πάντοτε και το θέμα της προστασίας του Έλληνα πολίτη και του ελληνικού δημοσίου από τον επίορκο υπάλληλο. Εδώ, δυστυχώς, τα πράγματα είναι μπερδεμένα. Καταλαβαίνω ότι πρέπει να γίνει μία επιλογή. Φοβούμαι, όμως, ότι η συναγωγή τεκμηρίου ομολογίας από τη μη αποστολή του φακέλου δεν τέμνει ορθά το ζήτημα. Εν πάση περιπτώσει, είναι ένα θέμα προς συζήτηση και επ’ αυτού νομίζω ότι και η δική σας συνεισφορά έχει μια πολύ μεγάλη σημασία….

Είστε έμπειρος νομικός. Αντιλαμβανόμαστε όλοι το πρόβλημα. Εδώ είναι θέμα να βρούμε μία λύση, η οποία να τέμνει ένα θέμα στο οποίο δεν είναι εύκολο να βρεθεί ο μέσος χώρος επίλυσής του.

Θα ήθελα, επίσης –και θα το κάνω με χαμηλό τόνο, κύριε Υπουργέ, διότι έχουν περάσει οι μέρες που μου επέτρεψαν να έχω και τη σοφία και την ηρεμία να το δω- να σας εκφράσω ένα βαθύ, προσωπικό, αλλά και πολιτικό παράπονο. Το διάστημα κατά το οποίο συζητιόταν εδώ το νομοθέτημα για τις αποφυλακίσεις έγινα δέκτης –δεν το είπα τότε, γιατί δεν είχε καμμία έννοια να το πω, μάλλον θα μεγέθυνα το θέμα- οξυτάτων προσωπικών απειλών. Δεν με όχλησε αυτό….

Όμως, θέλω να σας πω γιατί το θίγω. Με στενοχώρησε πάρα πολύ όχι αυτό. Αυτό ήταν αναμενόμενο, είναι μέσα στον κίνδυνο του επαγγέλματος. Με στενοχώρησε πάρα πολύ έγγραφο υπογεγραμμένο από τον αρμόδιο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου προς τους διευθυντές των φυλακών, με το οποίο τους εξηγούσε τη μη ψήφιση του νομοθετήματος και τους έλεγε ότι αντέστησαν δύο κόμματα της Βουλής των Ελλήνων και γι’ αυτό δεν ψηφίστηκε το νομοθέτημα.

Με όχλησε αυτό. Όχλησε την αντίληψή μου περί του δικαίου, περί του ρόλου της Βουλής, περί του ρόλου του Υπουργείου. Και αυτό σας το λέω τώρα χαμηλοφώνως και ως παράπονο. Οφείλω να πω ότι αν η συζήτηση γινόταν εκείνες τις μέρες, θα ήταν διαφορετικός ο τόνος μου. Είμαι σίγουρος δε ότι αυτό το έγγραφο εστάλη χωρίς την έγκρισή σας.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πρέπει να έχουμε αντίληψη των καιρών: πού βρισκόμαστε. Γιατί το λέω αυτό; Ως Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος είμαι υποχρεωμένος να είμαι σε αυτήν την Αίθουσα πάρα πολλές ώρες και παρακολουθώντας τη διαδικασία μου δημιουργείται η εντύπωση πολλές φορές ότι δεν μεταφέρουμε προς την ελληνική κοινωνία το κρίσιμο των στιγμών: το πού βρίσκεται η πατρίδα σήμερα.

Ο Υπουργός στο τέλος της ομιλίας του έκανε ορισμένες διαπιστώσεις τις οποίες θεωρώ στην ευρύτητά τους ορθές. Νομίζω δηλαδή, ότι απευθυνόμενοι πλέον προς το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας –και φεύγω τελείως από τα θέματα του συγκεκριμένου νομοθετήματος- θα πρέπει να μεταφέρουμε ότι η πατρίδα βρίσκεται προ του χείλους της αβύσσου. Και ακριβώς επειδή η πατρίδα, η κοινωνία, το κράτος, όπως το αντιλαμβανόμαστε, βρίσκεται προ του χείλους της αβύσσου, ο κοινοβουλευτικός διάλογος δεν μπορεί να διεξάγεται με τον τρόπο που διεξαγόταν μέχρι προ ολίγου καιρού.

Και αν εγώ είμαι ευτυχής σε αυτήν τη φάση για κάτι, είναι διότι μετά την ψήφιση της προηγούμενης εβδομάδας, μετά το «ναι» ή το «όχι» έχει χαραχθεί μία πολύ καθαρή γραμμή πολιτικού διαλόγου, αν θέλετε –πολιτικής μάχης φοβούμαι- μία γραμμή ανάμεσα σε αυτούς οι οποίοι επιθυμούν και μάχονται με όλα τα ρίσκα, με όλες τις απίστευτες θυσίες να κρατήσουν την Ελλάδα στο ευρώ και στην Ευρώπη και σε αυτούς οι οποίοι καιροσκοπώντας και λέγοντας απίστευτες απιθανότητες, έχουν αποφασίσει ενδομύχως –διότι αλλιώς δεν εξηγείται- ότι η Ελλάδα είναι καταδικασμένη να φύγει από το ευρώ και να φύγει από την Ευρώπη.

Και σ’ αυτό το δεύτερο στρατόπεδο υπάρχουν δύο υποδιαιρέσεις. Υπάρχει κατ’ αρχήν η μία, την οποία εγώ αντιλαμβάνομαι λογικά, έστω και αν την απορρίπτω τελείως ιδεολογικά. Υπάρχει, λοιπόν, η άποψη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας δεν κρύβεται. Λέει ξεκάθαρα την άποψή του για τα πράγματα. Λέει ότι θεωρεί ότι το ευρώ ήταν λάθος και ότι το ιστορικό εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ένα ιστορικό εγχείρημα στο οποίο η Ελλάδα δεν πρέπει να μετέχει. Προτείνει για τη χώρα μία πορεία εκτός του ευρώ και εκτός της Ευρώπης. Για μένα, αυτό είναι μία πορεία απόλυτης δυστυχίας και καταστροφής, αλλά δεν μπορώ παρά να σέβομαι το γεγονός ότι διατυπώνεται ευθέως.

Εκείνο, όμως, το οποίο δεν σας κρύβω ότι μου δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα και δεν μπορώ ειλικρινά να το κατατάξω, είναι τη θέση χώρων και κομμάτων ιδίως της Αριστεράς, τα οποία διατυπώνουν έναν πολύπλευρο λόγο περί δήθεν συμμετοχής σε μία Ευρώπη των λαών, περί δήθεν συμμετοχής σε μία Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά από την άλλη δεν αναδέχονται την παραμικρή θυσία που απαιτεί σ’ αυτήν την ιστορική συγκυρία αυτή η μεγάλη απόφαση. Όχι μόνο δεν αναδέχονται κάτι τέτοιο, αλλά χρησιμοποιούν ακραίο λεξιλόγιο και ακραίες πρακτικές κατ’ εκείνων, πολλοί εκ των οποίων –οφείλω να πω- με προσωπικές θυσίες και μπροστά σε μία βοώσα πλατεία και μπροστά στις απίστευτες πιέσεις που δέχθηκαν από το σύνολο των τοπικών κοινωνιών, επέλεξαν ως η συνείδησή τους επέβαλε, να τηρήσουν μία τελείως διαφορετική στάση και να πάρουν το ρίσκο και την απόφαση του «ναι» που δεν σημαίνει ένα παράθυρο σωτηρίας αύριο το πρωί, αλλά μία μακρά και επίπονη πορεία, προς την οποία, όμως, αν στρατευθεί η ελληνική κοινωνία και ο ελληνικός λαός, μπορούμε να ελπίζουμε σ’ ένα καλύτερο μέλλον.

Αλλιώς, δεν μπορώ να αντιληφθώ πώς είναι δυνατόν κόμματα να αποκαλούν τους Έλληνες Βουλευτές «κουκουλοφόρους με γραβάτες»! Δεν μπορώ να κατανοήσω πώς κόμματα και Αρχηγοί κομμάτων –και με κάθε σεβασμό στο ρόλο τους- αποκαλούν συναδέλφους Βουλευτές σ’ αυτήν την Αίθουσα «μη Έλληνες», ωσάν εξ αποκαλύψεως εδόθη σ’ αυτούς και σ’ αυτούς μόνο το δικαίωμα να αποφαίνονται ποιοι είναι οι Έλληνες σ’ αυτήν την Αίθουσα και ποιοι είναι ανθέλληνες, ποιοι είναι οι πατριώτες και ποιοι είναι οι μισέλληνες!

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αυτά είναι απαράδεκτα!

Επίσης, είναι απαράδεκτα ορισμένα κόμματα που επιτρέπουν στις νομαρχιακές τους επιτροπές να εκδίδουν πιστοποιητικά για το ποιοι είναι επιθυμητοί και ποιοι δεν είναι επιθυμητοί στους νομούς τους. Πώς κόμματα τα οποία στην άκρα δημοσκοπική τους επέκταση δεν υπερβαίνουν το 11% και το 12%, αντλούν το δικαίωμα να αποφαίνονται για το ποιος έχει δικαίωμα να εκπροσωπεί τον ελληνικό λαό, χωρίς εκλογική διαδικασία και στέλνουν επιστολές απαγορεύοντες, κηρύσσοντας ανεπιθύμητους, αποφαινόμενοι για το ποιος είναι πατριώτης, ποιος είναι κοινωνικά αποδεκτός και ποιος είναι απαράδεκτος;

Αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το γιατί βρέθηκε εδώ η χώρα, το ξέρουμε καλά. Το με ποιες αστοχίες ποιου πολιτικού κόμματος η χώρα βρέθηκε εδώ, το ξέρουμε καλά. Όμως, οι τεράστιες ευθύνες του Γιώργου Παπανδρέου τα δύο τελευταία χρόνια δεν συσκοτίζουν τις συνολικές ευθύνες της Αριστεράς από το 1974 μέχρι σήμερα.

Συνηθίζω να λέω και θα λέω πάντοτε ότι δεν θυμάμαι από το 1974 μέχρι σήμερα την ευρύτερη Αριστερά να έχει αρνηθεί μία κλαδική διεκδίκηση, να έχει βρεθεί αντιμέτωπη σε μία απεργία, να έχει αρνηθεί ένα αίτημα αύξησης, να έχει πει ως παράλογη μία πρόσληψη, να έχει πει ότι ένας Οργανισμός δεν χρειάζεται πια να προβλέπει περισσότερα άτομα!

Η Αριστερά, επίσης, λέει πάντοτε αμυνόμενη «εμείς δεν ασκήσαμε εξουσία». Σοβαρά; Πόσα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κυβερνήθηκαν από την Αριστερά από το 1974 μέχρι σήμερα; Πόσοι δήμοι, πόσα πανεπιστήμια; Για το απίστευτο χάλι της Ανώτατης Εκπαίδευσης σήμερα, για την πλήρη καταβαράθρωση του ασύλου δεν είναι υπεύθυνη η Αριστερά; Ποιος είναι υπεύθυνος; Κι όμως, αυτή η Αριστερά έρχεται εδώ και κρίνει τους πάντες και τα πάντα αφ’ υψηλού και, μάλιστα, με υβριστικότατους χαρακτηρισμούς!

Λέω ξανά ότι ως προς το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας υπάρχει μία λογική συνέπεια και μπορώ να τη σεβαστώ και να την κατανοήσω. Όμως, ως προς τους υπόλοιπους που θεωρούν ότι μπορούν με ένα τέτοιο λεξιλόγιο και με μία τέτοια αντιμετώπιση των πραγμάτων να ανήκουν σ’ ένα κόμμα και σ’ ένα χώρο που ευαγγελίζεται την ενωμένη Ευρώπη, με συγχωρείτε πάρα πολύ, αλλά εκεί δεν καταλαβαίνω τίποτα!

Πρέπει, λοιπόν, να είμαστε ξεκάθαροι και να μη μασάμε τα λόγια μας. Πρέπει να θέσουμε ξεκάθαρα στον ελληνικό λαό το δίλημμα, το διακύβευμα της εκλογικής μάχης που έρχεται. Η εκλογική μάχη που έρχεται θα είναι μία μάχη για το αν η ελληνική κοινωνία θα αποφασίσει να μείνει στην Ευρώπη και να επιδιώξει ένα καλύτερο μέλλον ή αν θα επιλέξει δυνάμεις που εκπροσωπούν το χάος και το μπάχαλο! Πρέπει να αποφασίσει αν θα επιλέξει δυνάμεις που εκπροσωπούν την εικόνα της Αθήνας τις προηγούμενες μέρες εδώ έξω, δυνάμεις που επιθυμούν και καλύπτουν την πλήρη αποχαλίνωση των πάντων, εκπροσωπούν και πρεσβεύουν το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος πρέπει απολύτως να γονατίσει, ώστε εκ της καταστροφής του να δικαιωθούν!

Ειλικρινώς, σας λέω ότι έχω αποφασίσει στο λίγο διάστημα που θα μείνει μέχρι τις εκλογές, να μη μασάω καθόλου τα λόγια μου. Δεν έχει καμμία σημασία το μικρό που συζητείται κάθε μέρα, εάν δεν τίθεται ξεκάθαρα στην ελληνική κοινωνία το διακύβευμα που πρέπει να αντιμετωπίσει αύριο. Εν δειναίς και χαλεπαίς και πατρίδος συμφορές, σ’ αυτή τη χρονική στιγμή βρισκόμαστε τώρα και έναντι αυτής της χρονικής στιγμής αναμετριόμαστε. Και δεν έχει καμμία σημασία πόσοι από εμάς θα βρισκόμαστε σ’ αυτήν την Αίθουσα μετά τις εκλογές! Εάν θέλετε, για όσους δεν θα είναι σ’ αυτήν την Αίθουσα, αυτό μπορεί και να αποτελέσει λύτρωση, γιατί πράγματι, όπως είπε συνάδελφος και φίλος μου αγαπητός, το να μείνεις σ’ αυτή τη Βουλή μετά, ίσως να είναι και δικαίωση, αλλά το να μη μετέχεις, ίσως να είναι λύτρωση!

Όμως, εν πάση περιπτώσει, μέχρι αυτό το χρονικό σημείο, έχουμε απόλυτη υποχρέωση όλοι να υπογραμμίζουμε την αλήθεια αυτής της σύγκρουσης που θα είναι βαθύτατα ιδεολογική και θα έχει το προτέρημα ότι κανείς δεν μπορεί να δώσει στον ελληνικό λαό έωλες υποσχέσεις! Όποιος είναι έντιμος θα πρέπει μόνο να του υποσχεθεί δάκρυα και θυσίες, αλλά στο τέλος αυτής της οδού των δακρύων και των θυσιών, μπορούμε ξεκάθαρα να βρούμε ένα καλύτερο ευρωπαϊκό μέλλον για την πατρίδα, την ελληνική κοινωνία και τον ελληνικό λαό!”

Μετάβαση στο περιεχόμενο