Ομιλία κατά την συζήτηση στη Βουλή επί των προγραμματικών δηλώσεων της Κυβέρνησης

“Κυρία Πρόεδρε, επιτρέψτε μου να ευχηθώ σε εσάς -διότι απουσίαζα την ημέρα της εκλογής σας- καλή επιτυχία στο έργο σας και να ακολουθήσω τον συνάδελφο κ. Κωστή Χατζηδάκη διατυπώνοντας και εγώ την ελπίδα μου, όπως νομίζω όλοι οι Έλληνες, ανεξαρτήτως των πεποιθήσεών μας, η Κυβέρνηση να πετύχει στο έργο της.

 

Από εκεί και πέρα, όμως, πρέπει να πω ότι η συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων δεν μας έκανε ευτυχέστερους προς αυτήν την κατεύθυνση.

Κατ’ αρχάς, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της συζήτησης σ’ αυτή την αίθουσα αφιερώθηκε στο δημόσιο χρέος. Συμμερίζομαι την άποψη που ακούστηκε και υποστηρίζει ότι δεν είναι αυτό το κεντρικό ζήτημα αυτής της συζήτησης, αλλά θα μου επιτρέψετε να σας πω ότι κατά την άποψή μου και όπως έχουν τα πράγματα, αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη και το κεντρικό ζήτημα που αφορά τη χώρα σ’ αυτή τη φάση.

Οι αριθμοί είναι σαφείς. Πράγματι, αυτή τη στιγμή το χρέος είναι κοντά στο 180% του ΑΕΠ, όταν το 2009 ήταν στο 129,7% του ΑΕΠ. Βεβαίως, η αριθμητική διαφορά είναι πολύ μικρότερη. Η ποσοστιαία οφείλεται στο γεγονός ότι έχει πέσει πολύ χαμηλά το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν. Όμως, οι τόκοι εξυπηρέτησης το 2009 ήταν σχεδόν 12,5 δισεκατομμύρια. Σήμερα που συζητάμε οι τόκοι εξυπηρέτησης υπερβαίνουν μόλις τα 5 δισεκατομμύρια. Αυτό σημαίνει, δηλαδή, ότι η χώρα έχει ένα πολύ μικρό κόστος εξυπηρέτησης αυτού του πολύ μεγάλου δημόσιου χρέους. Θα πρότεινα, λοιπόν, αντί να συζητάμε συνεχώς για το δημόσιο χρέος, να δούμε αυτό το οποίο είναι, κατά την άποψή μου, πολύ βασικότερο και είναι το μοντέλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Θα διαθέσω το λίγο χρόνο που έχω στη διάθεσή μου για να συζητήσουμε δύο βασικά θέματα. Το πρώτο είναι το θέμα του προϋπολογισμού. Πρώτο ζήτημα: Πρέπει ή δεν πρέπει να έχουμε ισοσκελισμένο προϋπολογισμό; Επανειλημμένως στην ιστορία της ανθρωπότητας, αλλά και στη σύγχρονη ιστορία, έχουν αναπτυχθεί απόψεις κατά του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού. Άκουσα – με χαρά, αν θέλετε, αλλά και με ιδιαίτερη προσοχή ως όφειλα – την τοποθέτηση του Πρωθυπουργού κ. Τσίπρα υπέρ του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού.

Ανέμενα λοιπόν – όπως νομίζω ότι αναμέναμε όλοι στην αίθουσα- αυτά τα οποία θα λεχθούν κατόπιν, να υπηρετούν αυτήν την κατ’ αρχήν τοποθέτηση του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού. Οφείλω να πω ότι σε αυτό δεν γίναμε σοφότεροι. Και εξηγούμαι: Λίγο-πολύ, το λεγόμενο «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», αποτιμημένο από το ΣΥΡΙΖΑ -εμείς το είχαμε αποτιμήσει πολύ περισσότερο- κοστίζει περίπου 11,5 με 12 δισεκατομμύρια ευρώ. Ας δεχθούμε αυτή την εκτίμηση.

Θέματα τα οποία επίσης ελέχθησαν σ’ αυτή την αίθουσα προσθέτουν πάνω σ’ αυτά τα 11,5 δισεκατομμύρια, όπως του ΕΝΦΙΑ εν μέρει, γιατί θα πρέπει να υποθέσουμε ότι θα μετονομαστεί με έναν άλλο τρόπο και θα μείνει κάτι και για το αφορολόγητο των 12.000 ευρώ. Όμως, αν θέλετε, ας μείνουμε στα 12 δισεκατομμύρια και μην προσθέσουμε και άλλα 5,5 δισεκατομμύρια, περίπου που βγαίνουν με έναν πρόχειρο λογαριασμό που έκανα εγώ, προσθέτοντας και διάφορες παροχές στο επίπεδο της Παιδείας και διαφόρων άλλων τομέων.

Από πού θα υπηρετηθούν αυτά, ώστε να υπηρετήσουμε –ξαναλέω- τον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό; Μόνο μια απάντηση υπάρχει: Φόροι, επιπλέον φόροι. Κατά συνέπεια, αυτό το οποίο περιμέναμε ως στοιχειώδη υποχρέωση των προγραμματικών δηλώσεων είναι να έρθει εδώ η Κυβέρνηση και να μας πει, είτε διά του Πρωθυπουργού είτε διά του Υπουργού των Οικονομικών, ποιοι επιπλέον φόροι θα επιβληθούν και που. Εάν λάβει δε κανείς υπόψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει συμφωνήσει ότι ο Έλληνας πολίτης έχει υπερφορολογηθεί, δεν καταλαβαίνω πώς από τις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβέρνησης υπηρετείται ο στόχος του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, εκτός αν υπάρχει κρυφή, βαρύτατη, ατζέντα φορολόγησης η οποία εδώ δεν αναπτύσσεται, όπως δεν αναπτύχθηκε και προεκλογικά.

Πέραν αυτού, όμως, αυτό το οποίο είναι πιο σημαντικό να συζητήσουμε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, διότι λέμε επανειλημμένως «το μνημόνιο», «το κακό μνημόνιο» κ.λπ. υπονοώντας σε μεγάλο βαθμό το χρέος πίσω από αυτό και τις υποχρεώσεις εξυπηρέτησής του. Ας υποθέσουμε ότι αύριο το πρωί για οποιοδήποτε λόγο η διαπραγματευτική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ είχε το μέγιστο αποτέλεσμα και αιφνιδίως η Ευρωπαϊκή Ένωση, σε στιγμή χριστιανικής αγάπης για τον ελληνικό λαό, μας χάριζε το σύνολο του χρέους και το ίδιο έκανε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και το ίδιο έκανε και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αυτό θα συνιστούσε λύση των προβλημάτων μας; Την άλλη μέρα η Ελλάδα θα ήταν στο σωστό δρόμο; Θα είχαμε λύσει τα πάντα;

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είμαι υποχρεωμένος να σας πω ότι κατά τη δική μου ταπεινή άποψη, μετά από δέκα χρόνια θα βρισκόμασταν ακριβώς στο σημείο που βρισκόμασταν και το 2009. Διότι η ασθένεια δεν είναι το χρέος. Το χρέος και τα ελλείμματα είναι το σύμπτωμα. Η ασθένεια είναι το παραγωγικό μοντέλο. Έχουμε ένα παραγωγικό μοντέλο το οποίο αν δεν αλλάξει, δεν μπορούμε να πάμε πουθενά.

Θα αναφέρω δύο απλούς αριθμούς: Οι εξαγωγές είναι το 1/3 των εισαγωγών. Η καινοτομία έχει 0,47% συμμετοχή στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν. Υπάρχει πιθανότητα μια χώρα με αυτές τις παραμέτρους ποτέ να ευδοκιμήσει;

Στα χρόνια που πέρασαν, αυτά τα δύο-δυόμισι χρόνια, η κυβέρνησή μας έκανε σημαντικές προσπάθειες προς αυτήν την κατεύθυνση, τις οποίες δεν είναι ώρα τώρα να σας αναπτύξω, διότι δεν γίνονται προγραμματικές δηλώσεις του τι κάναμε εμείς εδώ και δυόμισι χρόνια. Το ερώτημα είναι: Συνιστούν αυτοί οι τομείς προτεραιότητα για την Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ναι ή όχι, και εάν συνιστούν, πώς θα υπηρετηθούν; Επ’ αυτού ουδέν ακούστηκε.

Η δική μας αντίληψη είναι ότι η χώρα χρειάζεται εκατό χιλιάδες νέες επιχειρήσεις. Η δική μας αντίληψη είναι ότι η χώρα χρειάζεται επενδύσεις άνω των 100 δισεκατομμυρίων. Όλα αυτά τα οποία αναπτύχθηκαν εδώ κατά τις προγραμματικές δηλώσεις δημιουργούν αντικίνητρα στη δημιουργία επιχειρήσεων, δημιουργούν αντικίνητρα στην έλευση ξένων επενδύσεων. Πώς θα καταπολεμηθεί η ανεργία του 25%-26%; Από τον δημόσιο τομέα μόνο; Στο ίδιο κρατικοδίαιτο μοντέλο ανάπτυξης θα γυρίσουμε; Κι ελπίζουμε ότι έτσι θα βγάλουμε τη χώρα από την κρίση;

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, νομίζω ότι καίτοι η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ συνοδεύεται από τις ευχές μας και τις ελπίδες μας να πετύχει, αυτά τα οποία ακούσαμε κατά τη συζήτηση και από τον Πρωθυπουργό, αλλά και από τους Υπουργούς, δεν μπορούν να μας κάνουν ούτε αισιόδοξους ούτε σοφότερους.

Εμείς είμαστε υποχρεωμένοι -αυτό είναι το εθνικό μας καθήκον- να στηρίξουμε στο βαθμό που μπορούμε την Κυβέρνηση και στη διαπραγματευτική της προσπάθεια και στο δρόμο των διαρθρωτικών αλλαγών, αν επιλέξει να τον ακολουθήσει. Και ελπίζω να το πράξει. Φοβούμαι όμως, απ’ όσα άκουσα κατά τη συζήτηση στην Αίθουσα αυτή, ότι δεν είναι διατεθειμένη να προχωρήσει σε αυτόν το δρόμο. Και αυτό μας οδηγεί, αφενός μεν αυτονόητα να καταψηφίσουμε τις προγραμματικές δηλώσεις, αλλά κυρίως να έχουμε έντονο φόβο για το μέλλον.

Σας ευχαριστώ πολύ”.

Μετάβαση στο περιεχόμενο