Άρθρο στην εφημερίδα “Νέα Σελίδα”με θέμα “Πολιτικές Συναινέσεις του 2018”

Ο όρος της συναίνεσης έχει αποκτήσει μία μεταφυσική σχεδόν διάσταση στην ελληνική πολιτική ζωή, χωρίς όμως να έχει εφαρμογή και ουσιαστικό αντίκρισμα παρά σε απειροελάχιστες περιπτώσεις. Η κοινωνία στη χώρα μας έχει εθιστεί σε μία συγκρουσιακή κουλτούρα, ακόμη και επί ζητημάτων για τα οποία απαιτείται η εξεύρεση ενός ελάχιστου κοινού παρανομαστή, όπως στην Εξωτερική Πολιτική, την Παιδεία, την Υγεία, τη Διαφάνεια στο πολιτικό σύστημα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι συνταγματικές αναθεωρήσεις, οι οποίες τις περισσότερες φορές ξεκινούν με τους καλύτερους οιωνούς ως εγχείρημα για να έχουν μικρότερα του αναμενομένου αποτελέσματα στην πράξη, λόγω της εμπλοκής τους στη διελκυστίνδα της πολιτικής αντιπαράθεσης. Η αλλαγή της στάσης της τότε ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, υπό τον κ. Γιώργο Παπανδρέου, στο ζήτημα της ίδρυσης των μη κρατικών πανεπιστημίων, με πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας και πρωθυπουργό της χώρας τότε τον Κώστα Καραμανλή είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Είναι γεγονός επίσης ότι στην πατρίδα μας συχνά γίνεται λόγος για πολιτικές συναινέσεις, ειδικά στα πλέον κρίσιμα για την ίδια την ύπαρξη της χώρας ζητήματα, ακόμη και από μέρος του πολιτικού προσωπικού το οποίο συνειδητά επιλέγει τη σύγκρουση.

Πρόκειται για το ίδιο εκείνο μέρος του πολιτικού προσωπικού το οποίο δεν ενοχλείται όταν ο «τοξικός» λόγος καθίσταται κυρίαρχος, όχι μόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά ακόμη και στο Κοινοβούλιο, αλλά και όταν τη θέση της θεμιτής και αναγκαίας για το δημοκρατικό πολίτευμα κομματικής αντιπαράθεσης παίρνει η ρητορική μίσους.

Λυπούμαι δε να πω ότι αυτή ήταν και μία από τις σημαντικότερες συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Μία κρίση που ήταν χρηματοοικονομική στην προέλευσή της, μεταβλήθηκε σε κρίση αξιών και επέτρεψε σε αυτήν ακριβώς τη ρητορική μίσους να καταστεί κυρίαρχη στον δημόσιο λόγο. Οι θέσεις έγιναν κραυγές και τη θέση του πολιτικού διαλόγου πήρε συχνά το υβρεολόγιο, όπως μπορεί πολύ συχνά, δυστυχώς, να διαπιστώσει κάποιος σήμερα στη χώρα μας.

Με αφορμή το βήμα που μου δίνετε για να αναπτύξω τις απόψεις μου, δεν θα υποκύψω στον πειρασμό να χρεώσω σε συγκεκριμένα κόμματα τη συγκεκριμένη κατάσταση. Δεν μπορώ να μην επισημάνω όμως ότι η εκάστοτε Κυβέρνηση έχει συνήθως την κύρια ευθύνη για τη διαμόρφωση των συνθηκών στις οποίες διεξάγεται η πολιτική αντιπαράθεση. Η εκάστοτε Κυβέρνηση είναι αυτή επίσης που οφείλει κυρίως να διαφυλάξει την ευπρέπεια του πολιτικού λόγου ή σε διαφορετική περίπτωση να καταγγείλει την αντιπολίτευση. Δυστυχώς, η πρακτική της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δείχνει ότι έχει επενδύσει πολιτικά στην πόλωση του πολιτικού κλίματος, ξεπερνώντας συχνά τα όρια του unfair ακόμα και στο ζήτημα της κριτικής σε πρόσωπα που έχουν την ατυχία να είναι συγγενείς με πολιτικούς αντιπάλους τους, όπως αποδεικνύεται από την πρόσφατη πολιτική επικαιρότητα.

Οφείλουμε βεβαίως να αναγνωρίσουμε ότι δεν λειτουργούσε η Αριστερά πάντα κατά αυτό τον τρόπο και ειδικά ο χώρος που αυτοαπoκαλείται «Ανανεωτική Αριστερά», του οποίου υποτίθεται ότι αποτελεί συνέχεια ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ. Όλοι ενθυμούμαστε για παράδειγμα το συναινετικό ύφος αλλά και επί της ουσίας συναινετικό λόγο του αείμνηστου Λεωνίδα Κύρκου, που ουδεμία σχέση έχει φυσικά με πρακτικές συγκεκριμένων προσώπων σήμερα στο κυβερνών κόμμα, οι οποίες δεν φαίνεται να προκαλούν ενόχληση ή να παρεμποδίζονται από την υπερκείμενη κομματική ιεραρχία.

Τα παραπάνω ως διαπιστώσεις δε σημαίνουν ότι παρά τα προβλήματα η συναίνεση παύει να είναι το ζητούμενο σε μια σειρά ζητημάτων, αν και οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι οι πολιτικές διαφορές σε αρκετούς κρίσιμους τομείς είναι και θα παραμείνουν υπαρκτές. Δεν μπορεί π.χ. να δώσει τη συναίνεσή της η ΝΔ στον κυκεώνα των αλλεπάλληλων φορολογικών και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων, ούτε να ανεχθεί την εφαρμογή στην πράξη ενός ιδιότυπου μοντέλου «σουρεαλιαστικού νεομαρξισμού».

Έστω και αν οι πολιτικές διαφορές είναι και θα παραμείνουν υπαρκτές, έχουμε χρέος να αναζητούμε συναινέσεις ακόμη και εκεί που διαφωνούμε, ώστε επιτέλους το Κράτος να αποκτήσει συνέχεια, ανεξάρτητα από την εναλλαγή Κυβερνήσεων. Δεν χρειάζεται να ομονοούμε σε όλα για να καταλήξουμε τουλάχιστον σε εθνική συνεννόηση:

• Στην εξωτερική πολιτική και στους βασικούς άξονες για τη χάραξή της, ειδικά σε στρατηγικής σημασίας επιλογές.
• Στις αλλαγές που χρειάζεται να γίνουν στην Παιδεία και στην ύπαρξη ενός σταθερού εκπαιδευτικού συστήματος.
• Στις επιλογές που πρέπει να γίνουν για τη βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών και τη βελτίωση της Δημόσιας Διοίκησης.
• Στην ενδυνάμωση της διαφάνειας στον δημόσιο βίο.

Θα μπορούσαν ενδεχομένως να αναζητηθούν περισσότερο τολμηρές συναινέσεις σε ζητήματα όπως το προσφυγικό–μεταναστευτικό, η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας και η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, η δημόσια ασφάλεια κ.α., αλλά πολύ φοβούμαι ότι το «τείχος» των ιδεολογικών διαφορών που μας χωρίζει από τον ΣΥΡΙΖΑ θα αποδειχθεί αξεπέραστο.

Βεβαίως, θα πρέπει παράλληλα να διευκρινίσουμε ότι συναίνεση επ’ ουδενί σημαίνει συγκυβέρνηση ούτε συνεπάγεται ώσμωση διαφορετικών πολιτικών χώρων. Σημαίνει απλώς κοινές προτεραιότητες του πολιτικού συστήματος, με στόχο ένα καλύτερο μέλλον για τη σημερινή γενιά και τις επόμενες.

Κυρίως όμως θα έλεγα, ότι συναίνεση χρειάζεται στο να συμφωνήσουνε στο απλό, ως κανόνα της πολιτικής ζωής: Να εκφράζουμε τις απόψεις μας με ευπρέπεια ακόμη κι όταν διαφωνούμε και να εξοβελίσουμε τον λαϊκισμό από τον δημόσιο βίο. Το 2018 ας ξεκινήσουμε από αυτό.

Μετάβαση στο περιεχόμενο