Ομιλία κατά τη συζήτηση Σ/Ν του Υπ. Εσωτερικών “Ρυθμίσεις για την τοπική ανάπτυξη, αυτοδιοίκηση και αποκεντρωμένη διοίκηση”

«Δεν θα εκμεταλλευθώ το σύνολο των 12 λεπτών που μου δίνει ο Κανονισμός. Νομίζω ότι η ανάπτυξη του νομοθετήματος που έκανε ο εισηγητής μας κ. Αποστολάκος, ήταν απολύτως λεπτομερής, απολύτως κατανοητή και απολύτως πλήρης.

Κύριε Υπουργέ, εδώ έχουμε πραγματικά ένα νομοθέτημα το οποίο επί της αρχής έχει δυο διαφορετικές ενότητες. Η πρώτη αφορά τις διορθώσεις επί του «Καλλικράτη» και η δεύτερη αφορά την ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας που αφορά στα θέματα της απασχόλησης των συγκεκριμένων ατόμων με τα συγκεκριμένα προσόντα. Όλα αυτά αναλύθηκαν και νομίζω ότι αναλύθηκαν με ένα τρόπο επαρκή.

Θα μου επιτρέψετε, λοιπόν, να χρησιμοποιήσω το χρόνο που μου διαθέτει ο Κανονισμός της Βουλής ή μάλλον μέρος του για να εστιάσω σε 1-2 θέματα που θεωρώ σοβαρά. Ευθύς εξ αρχής δηλώνω ότι μερικά από τα θέματα που τέθηκαν τόσο από την κ. Μπακογιάννη, όσο και από τον κ. Καρατζαφέρη, τέθηκαν με τρόπο που μου ακούστηκε ανοίκειος. Παρά ταύτα είναι θέματα που αφορούν τη συζήτηση επί των άρθρων και θα έχουμε όλον τον καιρό τη Δευτέρα να τα συζητήσουμε.

Το θέμα της χρηματοδότησης των κομμάτων είναι σημαντικότατο. Πράγματι είναι ένα θέμα στο οποίο πρέπει να ενσκήψουμε με σοβαρότητα, με απόλυτο σεβασμό στο υστέρημα του Έλληνα φορολογούμενου, αλλά και με απόλυτη γνώση της συνταγματικής αρχής ότι τα κόμματα αποτελούν εκφάνσεις της λαϊκής κυριαρχίας και κατά συνέπεια, η κύρια πηγή χρηματοδότησής τους δεν μπορεί παρά να προέρχεται από τον ελληνικό λαό. Από εκεί και πέρα με ποιο τρόπο η γενική αρχή εξειδικεύεται, βεβαίως είναι θέμα που χρειάζεται ευρύτατη συζήτηση. Η ευρύτατη αυτή συζήτηση πρέπει να διεξαχθεί με απόλυτο σεβασμό και στη συγκυρία και στο υστέρημα του Έλληνα φορολογούμενου στη δυσχερέστατη αυτή συγκυρία. Επίσης, πρέπει να διεξαχθεί με νηφαλιότητα και βεβαίως –για να είμαστε και σ’ αυτό ειλικρινείς- με κανέναν τρόπο με καιροσκοπισμό ενόψει των εκλογών των επομένων ολίγων ημερών.

Εγώ είμαι έτοιμος να δεχθώ τα πάντα, αλλά οφείλει και πρέπει να είναι αντιληπτό απ’ όλους ότι η χώρα, η ελληνική κοινωνία και ο ελληνικός λαός αυτή τη στιγμή διέρχονται υπαρξιακή αγωνία. Δεν πρέπει, στο βωμό ενός μικροκομματικού οφέλους ολίγων δεκάδων εκατοντάδων ή χιλιάδων ψήφων, ο οποιοσδήποτε αποτελούσε στυλοβάτη του συστήματος επί δεκαετίες να εμφανίζεται ενώπιόν μας σ’ αυτή την Αίθουσα ως εκ παρθενογενέσεως, ως να αντιλήφθηκε το τι συμβαίνει προ ολίγων ωρών ή προ ολίγων ημερών και αγνοώντας τελείως τη δική του προσωπική, ιστορική πορεία να διατυπώνει γενικές αιτιάσεις, απόψεις και παραινέσεις στο πολιτικό σύστημα της χώρας, εις το οποίο αυτός ο ίδιος ανήκει, για να μην πω ότι το ορίζει. Οφείλουμε όλοι να έχουμε αίσθηση της συγκυρίας της στιγμής και της σοβαρότητας.

Επανέρχομαι τώρα στα δυο ζητήματα.

Κύριε Υπουργέ, η Νέα Δημοκρατία –το είπε ο εισηγητής μας- επί της αρχής δίδει ψήφο θετική. Επιτρέψτε μου να πω μάλλον και επί των δυο αρχών, γιατί δεν είναι μία η αρχή του νομοθετήματος: υπάρχει συνύπαρξή τους.

Λέχθηκαν πάρα πολλά πράγματα για τον «Καλλικράτη» από πολλούς συναδέλφους και από ομιλητές που ανήκουν στον πολιτικό χώρο της Νέας Δημοκρατίας. Νομίζω ότι ο «Καλλικράτης» έχει ένα χρονικό παρελθόν, δυο ετών περίπου, το οποίο μας επιτρέπει να διατυπώσουμε πλέον κρίση.

Στο βασικό ερώτημα «χρειαζόταν διοικητική μεταρρύθμιση στη χώρα;» δεν νομίζω ότι υπάρχει οιοσδήποτε σ’ αυτή την Αίθουσα, ανεξαρτήτως κόμματος, παρατάξεως, προελεύσεως που να μην δίνει θετική απάντηση. Βεβαίως, χρειαζόταν διοικητική μεταρρύθμιση, είτε την ονομάζαμε «Καποδίστριας ΙΙ», είτε την ονομάζαμε αλλιώς. Οφείλω να πω -και εκ καταγωγής- ότι μου φαίνεται πολύ ιστορικότερο, αξιοπρεπέστερο και ωραιότερο όνομα για μια διοικητική μεταρρύθμιση το «Καποδίστριας ΙΙ» από το «Καλλικράτης» που για μένα δεν σηματοδοτεί οτιδήποτε. Πείτε ότι εκεί ο συναισθηματισμός μου με επηρεάζει. Εν πάση περιπτώσει όμως, χρειαζόταν διοικητική μεταρρύθμιση, όπως και να την ονομάσουμε.

Δεύτερο ερώτημα: Ο «Καλλικράτης» απετέλεσε αυτή τη διοικητική μεταρρύθμιση; Πέτυχε; Έχει δώσει τα αποτελέσματα που προσδοκούσε; Θέλω να είμαι δίκαιος και συνεχίζω: Και ο νομοθέτης τότε, αυτός που τον εισηγήθηκε, αν θέλετε, ο τότε Υπουργός, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που τότε τον στήριξε έχει αποδώσει τα θετικά αποτελέσματα που περιμέναμε;

Η απάντηση εδώ δεν μπορεί παρά να είναι πως, όχι, δεν τα έχει αποδώσει. Βεβαίως, δεν μπορούμε να πούμε ότι ήταν όλα αρνητικά. Ποτέ, σε οποιαδήποτε ανθρώπινη δραστηριότητα, και την πιο ακραία, δεν μπορείς να πεις ότι όλα είναι αρνητικά.

Τα οφέλη, όμως, τα οποία ανέμενε κανείς από μία δεύτερη διοικητική μεταρρύθμιση, η οποία θα είχε σχεδιαστεί με απόλυτη γνώση των συνθηκών και των οικονομικών μέσων τα οποία απαιτούσε αυτή, νομίζω ότι δεν ήρθαν.

Τι μπορούμε να κάνουμε τώρα:

Παρακολούθησα το συνάδελφο Βουλευτή Λέσβου προηγουμένως, ο οποίος αναφέρθηκε για μακρό χρόνο της ομιλίας του στα εξειδικευμένα προβλήματα της Λέσβου. Γιατί το λέω αυτό; Είναι ένα παράδειγμα. Υπήρξε μία εμμονή, παραδείγματος χάρη, στη σύλληψη των νησιών ως αυτοτελών μονάδων, τα οποία θα έπρεπε να έχουν δήμο ως αυτοτελείς μονάδες ανεξαρτήτως μεγέθους. Ε, τώρα αυτό πώς μπορεί να είναι λογικό; Πώς μπορεί ένα μεγάλο νησί, όπως η Λέσβος, να έχει την ίδια ανάγκη διοικητικής διάρθρωσης όπως ένα μικρό νησί, όπως οι Παξοί, για παράδειγμα, που είναι ο τόπος καταγωγής μου; Πώς μπορεί το ίδιο σχήμα, το ίδιο κοστούμι, με τις ίδιες παραμέτρους, να χωρέσει μέσα και το ένα και το άλλο; Πώς γίνεται αυτό το πράγμα;

Ποια είναι η σύλληψη του δήμου ως μονάδας; Ποια είναι η σχέση που πρέπει να συνδέει τη δημοτική αρχή με το δημότη; Διότι κατ’ αρχήν αυτό πρέπει να αναζητήσουμε. Τι είναι ο δήμος; Ο δήμος είναι μονάδα στρατηγικού σχεδιασμού; Αυτό είναι; Εάν αυτό είναι, τότε τι είναι η περιφέρεια; Και πάλι, εάν δεν είναι αυτό ο δήμος, πώς ένας δήμος ενός μεγάλου νησιού ή μιας μεγάλης γεωγραφικής μονάδας μπορεί να διατηρήσει την επαφή του δημάρχου, του δημοτικού συμβουλίου, των αντιδημάρχων με το δημότη; Ποιο είναι το κύριο ζητούμενο από τη βασική διοικητική μονάδα της χώρας;

Μήπως στο πλαίσιο μιας ακαμψίας, αν θέλετε, του τότε Υπουργού, της τότε πλειοψηφίας, θυσιάσαμε τη δυνατότητα πρακτικών επιλύσεων των καθημερινών προβλημάτων των δημοτών; Μάλιστα, αν το συνδυάσουμε αυτό με τη βαρύτατη αδυναμία χρηματοδότησης του νέου σχήματος, το οποίο δημιουργήθηκε, αυτό καθιστά τη ζωή του μέσου πολίτη τραγική σε πάρα πολλές περιπτώσεις.

Έχει έννοια ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος της μείζονος Αντιπολίτευσης να αρχίσει να μιλά τώρα για τα προβλήματα, για την αλλαγή λαμπών, στις διάφορες περιοχές της δικής μου εκλογικής περιφέρειας, για να καταδείξω δια του παραδείγματος την αδυναμία λειτουργίας του «Καλλικράτη»; Κι αυτό δεν είναι της συγκεκριμένης Δημοτικής Αρχής στην πατρίδα μου πρόβλημα. Είναι γενικώς σε όλη τη χώρα πλέον. Διότι ακριβώς αυτό το κουστούμι το οποίο ράφτηκε, δεν ράφτηκε για τη συγκεκριμένη διοικητική μονάδα την οποία επρόκειτο κι έπρεπε να ρυθμίσει τις σχέσεις.

Βεβαίως, εδώ γίνονται διορθώσεις οι περισσότερες εκ των οποίων είναι θετικές. Το ερώτημα είναι: Αρκούν αυτές; Αυτές εδώ οι διορθώσεις που γίνονται με το υπάρχον νομοθέτημα, καλύπτουν τα ελλείμματα, τα προβλήματα τα οποία ο «Καλλικράτης» έχει δημιουργήσει, έχει φέρει; Φοβούμαι πως όχι. Βεβαίως, στηρίζουμε, βεβαίως ψηφίζουμε αυτά που είναι σωστά. Είναι, όμως, επαρκή; Δεν είναι επαρκή.

Και θα μου επιτρέψετε να πω ότι γίνεται και μία άλλη ζημιά, την οποία θέλω να σας την καταθέσω και η οποία δεν αφορά μόνο το συγκεκριμένο νομοθέτημα ή τη συγκεκριμένη Οδηγία, όπου προηγουμένως από ομιλητή μας αναφέρθηκε ποια προβλήματα δημιουργεί, ποια επιλύει κλπ. Εδώ δημιουργείται ένα άλλο θέμα.

Είπα και προηγουμένως πως η άποψή μου είναι ότι η χώρα διέρχεται στιγμές υπαρξιακής αγωνίας. Η κοινωνία διέρχεται στιγμές υπαρξιακής αγωνίας. Ο Έλληνας πολίτης λίγο – πολύ –μου επιτρέπετε την αγοραία έκφραση- τα έχει σχεδόν χαμένα. Δεν ξέρει πού να στραφεί, δεν ξέρει τι είναι το αύριο. Ζητάμε από τον Έλληνα πολίτη, όσοι με σοβαρότητα αντιμετωπίζουμε το αύριο αυτής της χώρας, συμμετοχή σε θυσίες, συστράτευση πίσω από μακροπρόθεσμους στόχους της πατρίδας έναντι σημερινών και αυριανών σημαντικών θυσιών. Δεν μπορούμε να παραγνωρίζουμε ότι η μέση ελληνική οικογένεια χειμάζεται σε αυτή τη φάση. Στερείται βιαίως εισόδημά της, της επιβάλλονται αδιακρίτως έκτακτες εισφορές και εξομοιώνουμε στερήσεις αυτή τη στιγμή οι οποίες δεν αποδίδονται ανάλογα με τις δυνάμεις του καθενός. Κι όλα αυτά εν ονόματι ενός αγαθού. Ποιο είναι το αγαθό; Η επιβίωση της πατρίδας, το αύριο του τόπου, το αύριο των παιδιών μας.

Για να γίνει κατανοητό, όμως, αυτό στον Έλληνα πολίτη, για να γίνει κατανοητό αυτό στη μέση ελληνική οικογένεια, αναγκαία παράμετρος είναι τα νομοθετήματα τα οποία διέρχονται από την Εθνική Αντιπροσωπεία, να σηματοδοτούν ακριβώς αυτό: Το απολύτως έκτακτο της στιγμής.

Η εικόνα μιας νορμάλ κοινοβουλευτικής δραστηριότητας, μιας ομαλής κοινοβουλευτικής δραστηριότητας στην οποία ρυθμίζουμε θέματα που μπορεί να είναι σημαντικά, δεν σηματοδοτεί αυτό το απολύτως απαραίτητο. Νομίζω ότι λειτουργεί με μορφή σύγχυσης μηνύματος προς την ελληνική κοινωνία. Και γι’ αυτό πιστεύω ακράδαντα ότι ανεξαρτήτως κομματικής τοποθέτησης, ανεξαρτήτως απόψεων πρέπει ταχύτατα το νομοθετικό έργο της Κυβέρνησης Παπαδήμου να ολοκληρωθεί.

Και θα πρέπει να δοθεί στην ελληνική κοινωνία η ευκαιρία να εκφράσει την άποψή της, την εδραία πεποίθησή της για το πως η χώρα πρέπει να πορευτεί από τούδε και στο εξής.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ίσως είναι από τις λίγες φορές στην μεταπολεμική, όχι στην μεταπολιτευτική, ιστορία από το 1944 μέχρι σήμερα που οι διαχωριστές γραμμές των αποφάσεων είναι τόσο ευκρινείς. Το τι πρέπει να γίνει και το τι δεν πρέπει να γίνει είναι τόσο καθαρό, τουλάχιστον σ’ εμάς στη Νέα Δημοκρατία και με τον τρόπο που εμείς αναλύουμε τα πράγματα, το μέλλον της πατρίδας, το μέλλον του τόπου. Όλα αυτά, όμως, τα δι’ ημάς ευκρινή και για άλλους ίσως τελείως αδιευκρίνιστα δεν μπορούν να έχουν καμία δυναμική αν δεν έχουν την έγκριση της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού λαού.

Εμείς, στη Νέα Δημοκρατία ετοιμαζόμαστε να απευθυνθούμε για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα χρόνια στην ελληνική κοινωνία και να μην δώσουμε υποσχέσεις, όπως δεν δώσαμε και το 2009. Το 2009 η ελληνική κοινωνία δεν άκουσε το μήνυμά μας. Θεώρησε ίσως ότι το «λεφτά υπάρχουν» της παράταξης του ΠΑΣΟΚ ήταν προτιμότερο. Σίγουρα ήταν πιο εύηχο μήνυμα προς την κοινωνία από την παύση των αυξήσεων και το κυνήγι της φοροδιαφυγής που ήταν το δικό μας προεκλογικό σύνθημα του 2009. Τώρα θα κατέβουμε πάλι στην πορεία μας προς τον ελληνικό λαό χωρίς σχεδόν καμία υπόσχεση. Έχουμε δώσει μόνο τρεις πολύ συγκεκριμένες, που έδωσε ο Πρόεδρός μας Αντώνης Σαμαράς και αφορούσαν τις χαμηλότατες συντάξεις και τα επιδόματα των τρίτεκνων.

Ελπίζω –για να μην πω ότι είμαι βέβαιος- ότι η ελληνική κοινωνία αυτή τη στιγμή θα έχει διδαχθεί από τα παθήματα του 2009 και θα μας δώσει τη δυνατότητα και την εμπιστοσύνη που θα μας επιτρέψει και το αύριο της πατρίδας να βελτιώσουμε και ελπίδα να δώσουμε στο βάθος του τούνελ και να αντιμετωπίσουμε και βαθύτατα προβλήματα της διοικητικής μεταρρύθμισης του «Καλλικράτη», τα οποία αυτή τη στιγμή χειμάζουν την ελληνική κοινωνία και προσθέτουν επιπλέον προβλήματα σ’ αυτά τα οποία ούτως ή άλλως θα είχε».

Μετάβαση στο περιεχόμενο