Ομιλία στη Διαρκή Επιτροπή Εθνικής Άμυνας & Εξωτερικών Υποθέσεων στη Βουλή των Ελλήνων επί του ν.σ. του ΥΠΕΞ «Κύρωση του Δεύτερου Πρωτοκόλλου Τροποποίησης της MDCA»

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Θα συνυπογράψω αυτό το οποίο ελέχθη από τον κύριο Βίτσα, ότι η διαδικασία στις Επιτροπές είναι μια διαδικασία συζήτησης, έστω και σε ένα κείμενο όπως αυτό, στο οποίο δεν επιτρέπονται αλλαγές.

Διαδικασία κατανόησης των παραγωγικών αιτίων και της βούλησης της κυβέρνησης και της διαπραγματευτικής της τακτικής, στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό σε μία ανοιχτή συνεδρίαση, για να είμαστε και σε αυτό ειλικρινείς.

Νομίζω ότι το καταλαβαίνουμε όλοι εδώ.

Αλλά, επίσης και διευκρινίσεων επί τη βάσει των όσων τέθηκαν από την μείζονα και την ελάσσονα αντιπολίτευση.
Και θα ήθελα κατ’ αρχήν, να ξεκινήσω με μια θετική παρατήρηση για το κλίμα το οποίο επικράτησε, ανεξαρτήτως των επιχειρημάτων τα οποία ακούστηκαν.

Δεν διαφεύγει της προσοχής μας, κανενός στην αίθουσα, ότι έχει ανατείλει μια προεκλογική χρονιά, η οποία αρχίζει μετά από ελάχιστες εβδομάδες και συνήθως τέτοιες συμφωνίες σε οιονεί προεκλογικό χρόνο γίνονται αντικείμενο εντονότατης κριτικής και διαξιφισμών και χαρακτηρισμών.

Είναι προς τιμήν όλων των κομμάτων και της Εθνικής Αντιπροσωπείας ότι παρά τη διαφωνία η οποία εκδηλώθηκε εδώ, το πλαίσιο ήταν ένα πλαίσιο πολιτισμένο και ουδείς παρέλειψε να αναγνωρίσει τον πατριωτισμό όλων των πτερύγων της Βουλής, όπως αυτές υπάρχουν στο Κοινοβούλιο.

Τώρα, επί της ουσίας, επί των επιχειρημάτων, διότι και εγώ προσλαμβάνω τη διαδικασία εδώ ως συζήτηση, δεν έχω σκοπό να αναγνώσω μια ομιλία και να αποχωρήσω.

Νομίζω ότι κι εγώ και ο κ. Παναγιωτόπουλος θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τις απόψεις της κυβερνητικής πλειοψηφίας στα κόμματα της αντιπολίτευσης.

Αναπτύχθηκαν δύο διαφορετικές γραμμές απέναντι στη συγκεκριμένη συμφωνία.

Η μία, επί της αρχής τοποθέτηση από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδος, πλήρους αποκήρυξης της συμφωνίας, ότι και αν σημαίνει αυτό.

Αυτό είναι κατανοητό, είναι μια θέση αρχής πάντοτε από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, νομίζω ότι ουδείς στην αίθουσα περίμενε κάτι διαφορετικό.

Υπάρχει και μια άλλη διατύπωση, η οποία ακολουθήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ και από την Ελληνική Λύση, με διαφορετικές παραμέτρους.

Αλλά, επίσης οφείλω να πω, χωρίς να θέλω προς Θεού, να εκθέσω ή να πω οτιδήποτε και μία εσωτερική διαφοροποίηση, όπως εγώ την άκουσα στον ΣΥΡΙΖΑ.

Η τελευταία τοποθέτηση του κ. Βίτσα είχε στοιχεία επί της αρχής αντίθεσης στην Συμφωνία.

Κύριε Βίτσα, εσείς σε ένα κομμάτι της ομιλίας σας προσεγγίσατε κάπου την τοποθέτησή του ΚΚΕ, της κάθετης αντίρρησης σε οποιαδήποτε συμφωνία. Όμως γενικά, η δεύτερη γραμμή απέναντι στη Συμφωνία είναι μια γραμμή η οποία αναφερόταν στο εάν και κατά πόσον η διαπραγμάτευση υπήρξε επωφελής, εάν οι όροι ήσαν επαρκείς, εάν οι διατάξεις ήταν οι πρέπουσες.

Πρέπει να πω, όμως, ότι υπεισήλθε σε αυτήν την αντιμετώπιση, εν μέρει ή και όχι τόσο εν μέρει η λογική του “επιτήδειου ουδέτερου”, το οποίο πάλι ο κ. Βίτσας το έθεσε στην τοποθέτησή του.

Έχουμε λοιπόν δύο διαφορετικές γραμμές απέναντι σε αυτήν την Συμφωνία.

Στη μεν κάθετη αντίρρηση εγώ δεν έχω να προσθέσω τίποτε απολύτως ούτε να αντιλέξω τίποτα, αγαπητοί κύριοι συνάδελφοι του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδος.

Έχουμε μια βαθύτατη ιδεολογική διαφορά.

Εσείς πιστεύετε ότι αυτά είναι εις βλάβην της πατρίδας, με τον δικό σας πατριωτισμό τον οποίον ουδόλως αμφισβητώ.

Εμείς πιστεύουμε ότι είναι εις όφελος της πατρίδας μας.

Και οφείλω να πω ότι εμένα μου έκανε μεγάλη εντύπωση, και θα αναφερθώ επωνύμως, η τοποθέτηση του κ. Δημοσχάκη, διότι κακά είναι τα ψέματα, άλλο είναι η Βασιλίσσης Σοφίας εν της οποίας ευρισκόμεθα και η πλατεία Συντάγματος και άλλο είναι ο Έβρος.
Άλλο αίσθημα ασφάλειας ή ανασφάλειας σου δημιουργεί μια κάθε περιοχή.

Όμως, οφείλω να πω ότι πέραν της επαρκέστατης εισήγησης του Γιώργου Κουμουτσάκου, του εισηγητή της πλειοψηφίας, τα επιχειρήματα τα άκουσα λίγο-πολύ ως εξής:
Πρώτον, σχολιάστηκε το προοίμιο. Δεν θα αναφερθώ σε κόμματα διότι δεν θεωρώ ότι έχει έννοια να αποδίδεις σε ένα κόμμα κάτι, αναγνωρίζοντας ότι ο καθένας μίλησε κατά συνείδηση και με κριτήριο το εθνικό συμφέρον συνεισέφερε στη συζήτηση.
Δεν θέλω λοιπόν να εξατομικεύσω.

Ακούστηκαν πράγματα για το προοίμιο, τα οποία είναι πρωτοφανή.

Κατηγορηθήκαμε για παράδειγμα ότι δεν επαναλάβαμε στο προοίμιο τη διάταξη της Συμφωνίας του 1990.

Κατηγορηθήκαμε μάλιστα ότι δεν την έχουμε διαβάσει, κάτι το οποίο είναι και λίγο αστείο να το λέει κανείς σε Υπουργούς όπως και εγώ και ο κύριος Παναγιωτόπουλος, που έχουμε μια κοινοβουλευτική παρουσία πια για χρόνια.
Και ούτως ή άλλως δεν είναι και καμιά μεγάλη σε έκταση Συμφωνία.
Την έχω μπροστά μου, την βλέπετε.
Αλλά κατηγορηθήκαμε γιατί στο προοίμιο δεν επαναλάβαμε την προσήλωσή μας στους σκοπούς και στον χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Δηλαδή τι υπονοούν;
Διότι δεν κατάλαβα.
Ότι η Ελλάδα και οι Ηνωμένες Πολιτείες πλέον δεν συμφωνούν με τον χάρτη των Ηνωμένων Εθνών;
Υπάρχει τέτοιο σοβαρό επιχείρημα που ακούγεται στην αίθουσα;
Δεν έγινε αντιληπτό ότι εδώ πρόκειται για πρωτόκολλο τροποποίησης;
Και πως ότι δεν τροποποιεί, ή ότι δεν καταργεί, ισχύει;
Αυτό το απλό νομικό επιχείρημα το οποίο ισχύει και μαθαίνει κανείς στο πρώτο έτος της οποιασδήποτε Νομικής Σχολής, εδώ πρέπει να το επαναλάβουμε για να γίνει κατανοητό και για να μην εξαπολύεται κατηγορία εναντίον τελικά της ίδιας της πατρίδας μας, έστω και όχι εκ ταπεινών κινήτρων;
Και αν μου επιτρέπετε να σας πω και κάτι άλλο.

Επίσης εδώ έγινε μεγάλη συζήτηση επί του ιδίου για τα παραρτήματα.
Μα είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό πώς ό,τι δεν καταργείται ισχύει;
Δεν είναι φανερό από το κείμενο εδώ;
Έρχομαι τώρα σε κάτι άλλο, το οποίο νομίζω έχει νόημα να απαντηθεί.
Γιατί επαναλαμβάνουμε τότε, θα μου απαντήσετε, στο προοίμιο, τη σταθερή απόφαση να περιφρουρούν και να προστατεύουν αμοιβαίως Ελλάδα και Ηνωμένες Πολιτείες την ασφάλεια, την κυριαρχία, την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα των αντιστοίχων χωρών κατά ενεργειών, οι οποίες απειλούν την ειρήνη περιλαμβανομένης της ένοπλης επίθεσης ή της απειλής επίθεσης;
Και επιβεβαιώνοντας την απόφαση τους να αντιταχθούν ενεργά και ανεπιφύλακτα σε κάθε τέτοια απόπειρα ή ενέργεια και τη δέσμευσή τους να καταβάλουν τις κατάλληλες μείζονες προσπάθειες;

Γιατί αυτό αναγράφεται στο προοίμιο του 2ου πρωτοκόλλου τροποποίησης;

Αναγράφεται, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, διότι αυτό ακριβώς ήταν που έπρεπε να επαναληφθεί και να ακουστεί προς κάθε ακροατή.

Δεν είναι εκ τύχης ή εκ λάθους.
Θα μπορούσε να μην γραφεί.

Όμως, εδώ επελέγη, για λόγους που όλοι καταλαβαίνουμε, να επαναληφθεί.

Και περίμενα στην Εθνική Αντιπροσωπεία να γίνει κατανοητή η επανάληψη αυτή και να σημειωθεί και να έχουμε μία έντιμη εξήγηση για το τι συμβαίνει εδώ.

Όπως περίμενα να γίνει κατανοητό ότι το σύνολο της συμβατικής σχέσεως Ελλάδος-Ηνωμένων Πολιτειών δεν περιέχεται μόνο σε αυτή την τροποποίηση του πρωτοκόλλου, αλλά περιέχεται και στην επιστολή του κυρίου Blinken στον Πρωθυπουργό, που έρχεται να προστεθεί στην προηγούμενη επιστολή του κυρίου Pompeo, και στο γνωστό νομοθέτημα το οποίο ψηφίστηκε από το Κογκρέσο. Τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία, το “US-Greece Defense and Interparliamentary Partnership Act” του 2020-2021, με τα έξι διαφορετικά κεφάλαια μεταξύ των οποίων το κεφάλαιο για την Πρωτοβουλία 3+1.

Χθες υπήρξε διάσκεψη του σχήματος 3+1 με τον κύριο Blinken, τον κύριο Κασουλίδη, τον κύριο Lapid και εμένα, για τα F35, το εκπαιδευτικό πρόγραμμα, την παροχή υλικού και όλα τα σχετικά.

Όλα αυτά είναι ένα πακέτο.

Συνιστούν τη συμβατική σχέση της χώρας με τις ΗΠΑ.

Θέλω να πω, λοιπόν, ξεκάθαρα, ότι μπορεί να ασκήσει κριτική οποιοσδήποτε, αλλά να ασκήσει κριτική επί του συνόλου της σχέσεως με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

Ως προς τα επιμέρους τώρα.

Χρόνος: γιατί επιλέξαμε τα 5 χρόνια έναντι του 1 έτους.

Μα γιατί αυτό πιστεύουμε ότι είναι το εθνικό συμφέρον.

Δεν κάναμε καμία χάρη.

Μας είπαν “γιατί είστε τόσο γενναιόδωροι με τις Ηνωμένες Πολιτείες”;

Ποιος είναι γενναιόδωρος απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες;

Είμαστε γενναιόδωροι απέναντι στην Ελλάδα και στον ελληνικό λαό.

Όπως εμείς προσλαμβάνουμε το συμφέρον της Ελλάδας και του ελληνικού λαού.

Θέλαμε την 5ετία.

Και να σας πω την αλήθεια υπήρχε σκέψη στην Κυβέρνηση και για 10ετία, όχι μόνο για 5ετία.

Εμείς θέλουμε την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στη χώρα.

Δεν κρυφτήκαμε ποτέ πίσω από το δάχτυλό μας.

Δεν παραστήσαμε ότι είμαστε αυτοί, οι οποίοι διώχνουν τις βάσεις.

Δεν θέλουμε να έχουμε μία ψευδή ρητορική.

Έχουμε μία σαφή θέση για το εθνικό συμφέρον.

Θέλαμε δε, θέλαμε την παρουσία στη Θράκη, τη θέλαμε.

Και ξέρετε καλά, αναφέρομαι στον αγαπητό μου εισηγητή της μειοψηφίας, τον κύριο Κατρούγκαλο, ότι εγώ δεν βρήκα, η Κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν βρήκε, συμφωνία επί της ΜDCA στο προηγούμενο πρωτόκολλο.

Δεν ήταν κλεισμένη η συμφωνία όπως αναφέρθηκε τότε στη Βουλή.

Δεν ήταν έτσι.

Όμως, ένα από τα κύρια στοιχεία που έπεισε την κυβέρνηση τότε και υπέγραψα με τον κύριο Pompeo, ήταν ακριβώς η αναφορά της Αλεξανδρούπολης.

Tο θεωρούμε κορυφαίο.

Και εμείς την Αλεξανδρούπολη κύριε Βίτσα δεν την θέλουμε σαν ένα εμπορικό λιμάνι, όχι.

Θέλουμε την Αμερικανική στρατιωτική παρουσία στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, ναι.

Και τη θέλουμε και στο Στρατόπεδο Γιαννούλη, ναι.

Τη θέλουμε.

Και να σας πω πόσο φαίνεται ότι είχαμε δίκιο που τη θέλουμε;

Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που διαμαρτυρήθηκε ο Πρόεδρος Erdogan στον Πρόεδρο Biden;

Στην πρώτη τηλεφωνική τους συνομιλία;

Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που τον ενόχλησε;

Και το έβγαλε και στη δημοσιότητα.

Τόσο τον ενόχλησε.

Είναι ακριβώς αυτό.

Εσείς μπορείτε να το κρίνετε λάθος, εμείς, όμως, το κρίνουμε ως μέγιστο ωφέλιμα για τον ελληνικό λαό.

Μέγιστο ωφέλιμα για τη Θράκη.

Έχω πάει τέσσερις φορές στην Αλεξανδρούπολη και θα ξαναπάω.

Θεωρώ ότι άλλαξε η ιστορία της περιοχής με τη δημιουργία του ενεργειακού κόμβου με το φυσικό αέριο, την επανα-αεριοποίηση του φυσικού αερίου, με το σιδηροδρομικό δίκτυο που θα φτιάξει, με το οδικό δίκτυο, με το γεγονός ότι δίπλα στο λιμάνι είναι το αεροδρόμιο, με τα logistics τα οποία θα μπουν για να υποστηρίξουν και όλη αυτήν την προσπάθεια.

Και γεωπολιτικά, η κρίση στην Ουκρανία επιβεβαίωσε αυτό που κάναμε.

Διότι πραγματικά σκεφτείτε εάν τώρα θα ήταν δυνατόν, υπό τις νέες συνθήκες, να υπάρξει αυτή η διαπραγμάτευση που υπήρξε τότε.

Αλλά αυτό είναι μια κουβέντα που ίσως θα άξιζε να την κάνουμε όχι σε ανοιχτή συνεδρίαση.

Θα ήθελα επίσης να πω και το εξής, για να είμαστε σαφείς.

Δεν αναφέρομαι στη συζήτηση μέσα στην αίθουσα.

Αναφέρομαι στη συζήτηση στην ελληνική κοινωνία.

Μια συζήτηση που εν πολλοίς διατρέχει και κόμματα και παρατάξεις και είναι πέραν αυτού.

Ουδείς αρνείται τον πατριωτισμό οιουδήποτε, αλλά υπάρχει ένα ερώτημα.

Πως προσλαμβάνεται αυτός ο πατριωτισμός;

Γιατί βέβαια δεν μπορούμε να κρύψουμε μέσα στην αίθουσα ότι πολλές φορές στην ιστορία μας ο πατριωτισμός κάλυψε ιδιοτελέστατες προσωπικές ατζέντες.

Αλλά, ας ξεχάσουμε το παρελθόν.

Πρέπει, όμως, να δούμε πώς νοηματοδοτεί ο καθένας, ο καθένας ατομικά, ξαναλέω, πέρα από κόμματα και πέρα από παρατάξεις, πως νοηματοδοτεί ο καθένας τον πατριωτισμό όταν αναφέρεται σε αυτόν.

Γιατί, να συμφωνήσουμε ότι η απραξία δεν συνιστά πατριωτισμό και ο στρουθοκαμηλισμός επίσης δεν συνιστά πατριωτισμό.

Και επίσης ότι η βίωση από πολιτικούς του πατριωτισμού ως οπισθοδρομικό σύνδρομο εκχέει μια βαθύτατη ανασφάλεια.

Δηλαδή, θυμίζει το γνωστό «πίσω στα κανόνια μας», ωσάν οι λέξεις θα μπορούσαν να προστατεύσουν τη χώρα και το μέλλον της.

Εμείς πιστεύουμε – και νομίζω η μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας – σε έναν πατριωτισμό που πηγάζει από αυτοπεποίθηση, από βαθιά αίσθηση της ταυτότητάς μας και βαθιά αυτοσυνειδησία.

Δηλαδή έναν πατριωτισμό ανοιχτό, εγκάρδιο, έναν πατριωτισμό που εκπέμπει αυτοπεποίθηση.

Έναν πατριωτισμό που έχει προσλάβει τα μεγάλα διακυβεύματα του 21ου αιώνα, την ανάγκη η Ελλάδα να είναι ανοιχτή.

Να είναι ανοιχτή στα Βαλκάνια, να είναι ανοιχτή στην ευρύτερη περιοχή της.

Να μην είναι αιχμάλωτη μόνο των ελληνοτουρκικών διαφορών.

Να έχει αίσθηση του ευρύτερου γεωπολιτικού της ρόλου.

Χθες υποδέχθηκα την Υπουργό Εξωτερικών της Κένυας στην Αθήνα.

Ήταν η πρώτη φορά που ήρθε Υπουργός Εξωτερικών της Κένυας στην Ελλάδα.

Έχω δει άλλους εφτά Υπουργούς της Υποσαχάριας Αφρικής.

Η Ελλάδα οφείλει να «ανοίξει», κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, να «ανοίξει» την εξωτερική πολιτική της.

Και αυτή η Συμφωνία είναι ένα εργαλείο.

Να αισθανθούμε ασφαλείς εσωτερικά, για να μπορέσουμε, όντας ασφαλέστεροι, να διευρύνουμε τους ορίζοντές μας.

Και στον Ινδο-ειρηνικό.

Πήγα στην Ιαπωνία, πήγα στην Ινδία.

Πρέπει να διευρύνουμε την αντίληψή μας και όχι να επανέλθουμε σε σύνδρομα φοβικά, που τελικά, μέσα από τον αυτοπεριορισμό, αντί να μας ενδυναμώνουν μας αποδυναμώνουν και μας περιορίζουν.

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Μετάβαση στο περιεχόμενο