Ομιλία στη Βουλή κατά τη συζήτηση περί πρότασης παροχής ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση

«Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

Θεμελιώδες κριτήριο αποτελεσματικότητας των πολιτικών ηγετών και των κομμάτων είναι η ετοιμότητά τους, σε κρίσιμες, ιδίως, περιστάσεις, να υπερβούν μικροκομματικές σκοπιμότητες και αταβιστικές περιχαρακώσεις και ν’ ανταποκριθούν στις ανάγκες της χώρας και τις προσδοκίες της κοινωνίας.

Στην κορύφωση της κρίσης, που η απελθούσα κυβέρνηση προκάλεσε, ο Αντώνης Σαμαράς κι η Νέα Δημοκρατία έπραξαν αυτό που οι περιστάσεις απαιτούσαν: Επέβαλαν το σχηματισμό μιας μεταβατικής κυβέρνησης ειδικού σκοπού, με αντικείμενο την απεμπλοκή της 6ης δόσης της τρέχουσας δανειακής σύμβασης, την προώθηση της νέας δανειακής σύμβασης αι, ακολούθως, τη διενέργεια εθνικών εκλογών σε100 ημέρες.

Η συμφωνία δεν έχει το χαρακτήρα συγκυβέρνησης. Συνιστά συμβολή σε μια αναγκαία προσπάθεια αποτροπής της παντελούς κατάρρευσης της χώρας, εξαιτίας των τραγικών επιλογών της Κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ.

Μιας κυβέρνησης που, επί δύο έτη, «επιτύγχανε» στο τέλος ότι προηγουμένως επεδίωκε να αποφύγει: από την προσφυγή της χώρας στο ΔΝΤ, έως το «κούρεμα» του χρέους, έως τη διακινδύνευση ακόμη και της συμμετοχής της χώρας μας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, μέσω της προαναγγελίας ενός τυχοδιωκτικού δημοψηφίσματος και της «μεταμφιεσμένης» απόπειρας «υφαρπαγής» εντολής παράτασης της θητείας της.

Με την παρουσία και την ψήφο μας δεν εγκρίνουμε, ούτε «αμνηστεύουμε» τις επιλογές της απελθούσας κυβέρνησης. Το ΠΑΣΟΚ φέρει μόνο ακέραιη την ευθύνη έναντι της κοινωνίας και της ιστορίας.

Βάζουμε, όμως, «πλάτη» για να μην βουλιάξει το πλοίο. Δε γινόμαστε συνυπεύθυνοι ούτε για την πορεία που έως τώρα χαράχθηκε, ούτε για τη δεινή θέση που βρεθήκαμε. Έγκαιρα, ευθύς εξ’ αρχής, είχαμε ειδοποιήσει τον παραιτηθέντα «πλοίαρχο» και τους εταίρους μας για τις εσφαλμένες συντεταγμένες που ακολουθούσε το σκάφος. Μας είχε λεχθεί τότε από τον απελθόντα πρωθυπουργό ότι αυτή η πολιτική είναι ορθή. Ότι αυτή την πολιτική απαιτούσαν οι εταίροι μας.

Είπαμε καθαρά και τότε στους εταίρους μας ότι η πολιτική της χώρας δεν μπορούσε να συνίσταται σε μια ‘erfüllungs politik’, μια πολιτική εκπλήρωσης εξωγενών επιταγών, των οποίων θα αποδειχθεί το αδιέξοδο δια της εφαρμογής , ως μέθοδος πειθούς προς τους εταίρους μας για το λάθος. Γιατί το μίγμα ήταν λάθος. Κι ο ελληνικός λαός υπέστη το λάθος.

Η φοροεισπρακτική επιδρομή και η περικοπή έως 40% και πλέον του εισοδήματος της ελληνικής οικογένειας δεν ήταν η αυτονόητη μόνη επιλογή. Την επέλεξε η προηγούμενη κυβέρνηση, αντί μιας πολιτικής αποκρατικοποιήσεων και περιορισμού του Δημοσίου Τομέα με σαφή σκοπό να διασώσει τις προνομίες του κομματικού κράτος και του κρατικοδίαιτου συστήματος που επί δεκαετίες εξέθρεφε. Η επιλογή αυτή όχι μόνον δεν θεράπευσε, αλλά παρόξυνε το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας. Επέτεινε το δράμα της πραγματικής οικονομίας. Και τελικά, ακύρωσε στην πράξη τις θυσίες των Ελλήνων Πολιτών.

Το 2010, παρά τα μέτρα, που υποτίθεται πως θα καθιστούσαν τη χώρα πιο ανταγωνιστική κι ελκυστική σε επενδύσεις, η Ελλάδα έχασε 19 θέσεις στη διεθνή κατάταξη ανταγωνιστικότητας. Μεταξύ α’ επταμήνου του 2009 και του αντίστοιχου διαστήματος του 2011, οι άμεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα είχαν πτώση κατά 65%. Οι θυσίες των Ελλήνων πολιτών όχι μόνο δεν αξιοποιήθηκαν, έπεσαν στον γκρεμό.

Όμως, όσο αληθές είναι ότι η Νέα Δημοκρατία είχε προειδοποιήσει πως η επιλεγείσα πολιτική θα οδηγούσε σε ύφεση την πραγματική οικονομία και κατ’ ακολουθία, σε διεύρυνση, αντί μείωση, του ελλείμματος και του χρέους, εξίσου αληθές είναι ότι η χώρα δεν μπορεί εν μία νυκτί να αντιστρέψει πορεία.

Οφείλει πρώτα να διασφαλίσει στοιχειώδη δημοσιονομική και πολιτική ομαλότητα. Να αποκαταστήσει τη σχέση εμπιστοσύνης με τους εταίρους μας. Να αποκαταστήσει σχέσεις όχι μόνο με τις ηγεσίες της Ε.Ε, αλλά και με τους πολίτες των χωρών της Ευρώπης που το υστέρημα τους μας κρατά στη ζωή και που σήμερα αντιμετωπίζουν τους Έλληνες με βαθύτατη καχυποψία.

Αυτό συνιστά την αποστολή της κυβέρνησης που ζητά σήμερα την ψήφο εμπιστοσύνης της εθνικής αντιπροσωπείας. Αξίζει, για το λόγο αυτό, της ευρύτερης δυνατής στήριξης και στη Βουλή και στην Κοινωνία.

Διότι η Κυβέρνηση Παπαδήμου, κάθε Κυβέρνηση, δεν μπορεί να λειτουργεί εκτός κοινωνίας, πόσο μάλλον σε αντίθεση μαζί της. Η ελληνική κοινωνία για να στηρίξει ολόψυχα το εγχείρημα της μεταβατική Κυβέρνησης, πρέπει να αποκτήσει το θάρρος να αντικρύσει με ειλικρίνεια τις παθογένειες που χαρακτηρίζουν τη λειτουργία της. Πρέπει η ίδια η κοινωνία να αποφασίσει η ίδια τι πρέπει να διορθωθεί, τι πρέπει να διασωθεί, τι διασφαλίζει το μέλλον του τόπου και του λαού.

Πρέπει να αποφανθεί η ίδια αν θέλει να διατηρηθούν οι παράμετροι που απετέλεσαν τις σταθερές της εθνικής πορείας από το 1944 μέχρι σήμερα. Πρέπει να αποφασίσει η κοινωνία η ίδια αν τα λεγόμενα από την πέραν της λογικής αριστερά αποτελούν υπαρκτή και ρεαλιστική επιλογή, ή αναχωριτισμό από την πραγματικότητα.

Και πρέπει να αποφασίσει η κοινωνία, διότι η πολιτική μιας κυρίαρχης χώρας δεν μπορεί να υπαγορεύεται. Πρέπει δημοκρατικά να αποφασίζεται από τους Έλληνες πολίτες. Τα ‘diktat von Brussels’, όπως παλιότερα το ‘diktat von Versailles’ της καθημαγμένης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης δεν συνιστούν πολιτική. Πρέπει να αντικατασταθούν από την ελεύθερη επιλογή της ελληνικής κοινωνίας να κάνει ότι χρειάζεται, ότι απαιτείται για να διατηρήσει το μέγα κεκτημένο. Την ισότιμη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή οικογένεια.

Τη μέγιστη παρακαταθήκη της Νέας Δημοκρατίας και του Κων/νου Καραμανλή στο έθνος κα την πατρίδα. Γιατί η είσοδος στην τότε ΕΟΚ το 1980 και η υιοθέτηση του ευρώ δε συνιστούν συνθήκες της Φερράρας για τον Ελληνισμό. Αποτελούν άγκυρες προσήλωσης του Ελληνισμού στη μόνη ρεαλιστική πολιτική, όχι μόνο οικονομικής, αλλά και εθνικής επιβίωσης.

Σας παρακαλώ κοιτάξτε γύρω μας το διεθνές περιβάλλον. Αντιληφθείτε τι συμβαίνει. Φανταστείτε τη χώρα μας εκτός Ευρώ και εκτός Ευρώπης. Πρέπει, λοιπόν, να περιβάλουμε τη νέα κυβέρνηση με την ευρύτερη δυνατή στήριξη, με εμπιστοσύνη και σαφή, ταυτόχρονα, εντολή. Να διεκπεραιώσει όσα ο σκοπός της επιβάλει και να οδηγήσει σύντομα τη χώρα σε εκλογές. Για να επιτρέψει στους εκλογείς ν’ αναδείξουν μια νέα κοινωνική και κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Χρειάζεται μια νέα κυβέρνηση. Την Κυβέρνηση Σαμαρά, που έχοντας ξεπεράσει τι κίνδυνο τιμαριοποίσης του πολιτικού τοπίου, θα εκπληρώσει επιτέλους το αίτημα της Ελληνικής Κοινωνίας για ανάπτυξη, δικαιοσύνη και αποτελεσματικότητα.”

Μετάβαση στο περιεχόμενο