Ομιλία στην εκδήλωση για τα 80 χρόνια του Συμβουλίου της Επικρατείας

Εξοχότατε Κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατίας,

Αποτελεί ιδιαίτερα τιμή και εξαιρετική εύνοια της τύχης, σ’ έναν εφαρμοστή του δικαίου , με την ιδιότητα του Υπουργού της Δικαιοσύνης να χαιρετίζει, την σημερινή τιμητική εκδήλωση για τα ογδοντάχρονα του «οχυρού αυτού» της Δικαιοσύνης και κατ’ επέκταση της Δημοκρατίας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Από της συστάσεως του ελληνικού κράτους, ο νομοθέτης αναγνώρισε την ανάγκη να υπαχθεί η διοίκηση σε δικαστικό έλεγχο.

 Έτσι, αμέσως μετά την εγκατάσταση της αντιβασιλείας, αποφασίστηκε η σύσταση διοικητικών δικαστηρίων. 

Αρχικά (1833) συστήθηκε το ελεγκτικό συνέδριο, το οποίο λειτούργησε έκτοτε ως διοικητικό δικαστήριο και ως διοικητικό όργανο, ενώ αργότερα (1837) συστήθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας, κατ’ απομίμηση του γαλλικού Consell D Etat, το οποίο ορίσθηκε ως το ανώτατο δικαστήριο προς επίλυση των διοικητικών διαφορών. 

Με το άρθρο 101 του Συντάγματος του 1844 καταργήθηκαν όλα τα διοικητικά δικαστήρια, πλην του ελεγκτικού συνεδρίου και το Συμβούλιο της Επικρατείας. 

Το Σύνταγμα του 1911 (άρθρο 102)επανίδρυσε το Συμβούλιο Επικρατείας ,που δεν λειτούργησε. Ευτύχησε η Ελλάς γιατί ο Ελευθέριος Βενιζέλος με το Σύνταγμα του 1927 (άρθρο 105) όρισε ότι είναι δυνατόν με νόμο να υπαχθούν εις το Συμβούλιο της Επικρατείας υποθέσεις αμφισβητουμένου διοικητικού και ίδρυσε επιτέλους το Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο τελικά συστήθηκε με το Ν. 3713/1928 «Περί Συμβουλίου Επικρατείας» και την 17η Μαΐου 1929 πραγματοποιήθηκε η επίσημη έναρξη των δημοσίων συνεδριάσεων του Δικαστηρίου, την οποία επέτειο σήμερα εορτάζουμε.

Κατά την πρώτη εκείνη συνεδρίαση, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Κ. Ρακτιβάν και ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, οριοθέτησαν στις πανηγυρικές ομιλίες τους την πρωταρχική αποστολή του νέου θεσμού, στην οποία περιλαμβάνεται ο έλεγχος των διοικητικών πράξεων και μέσω αυτού η συμμόρφωση της Διοίκησης στο νόμο και η εμπέδωση του κράτους δικαίου. 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας κατέστη από την ίδρυση του και σ΄ ολόκληρη την μεγάλη διαδρομή των 80 χρόνων του λαμπρού βίου του αληθινό καταφύγιο προστασίας των δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών του πολίτη, αλλά και ακοίμητος φύλακας της νομιμότητας.

Με αυτό τον τρόπο κατέστησαν πράγματι γεγονός, τα λόγια του Εθνάρχη και Ιδρυτή του Δικαστηρίου αυτού Ελευθέριου Βενιζέλου στην Συντακτική Βουλή του 1911 ο οποίος είπε ότι με την δημιουργία του Συμβουλίου της Επικρατείας «ζητώμεν να καταστήσωμεν τον Έλληνα πολίτην αληθώς ελεύθερον πολίτην».

Το Δικαστήριο αυτό έχει αποστολή τον έλεγχο της Διοίκησης και την υπεράσπιση του Κράτους Δικαίου και έχει πλέον αναδειχθεί σε βασικό δικαιοδοτικό και δικαιοκρατικό θεσμό. Το Συμβούλιο έχει καταστεί ύψιστος θεσμό κύρους, δικαστικής ανεξαρτησίας και αξιοπιστίας, επιστημοσύνης των μελών του και σεβασμού από τον Ελληνικό Λαό. Το ΣΤΕ φάνταζε και φαντάζει ως η νησίδα και προπύργιο ελευθερίας του τόπου αυτού .

Το Συμβούλιο της Επικρατείας ευτύχησε να διορισθούν στην ηγεσία του σημαντικές προσωπικότητες όπως ο πρώτος του Πρόεδρος του , ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν ενώ ο σοφός Πρόεδρος του Μ Στασινόπουλος , εξανάγκασθηκε σε παραίτηση από την δικτατορία, μαζί και τον Αντιπρόεδρο Καρβελλά και 8 Συμβούλους.Το ΣΤΕ ήδη από την μεταπολίτευση δικαίωσε την συνταγματική του αποστολή.

Η νομολογία του ΣΤΕ επέβαλε σε πάμπολλες περιπτώσεις σημαντικές περιπτώσεις της καθημερινότητας,μια δέσμη θετικών υποχρεώσεων και μέτρων προς το νομοθέτη και τη διοίκηση, ελλείψει του οποίου η κατάσταση σε πολλά ζητήματα θα ήταν αφόρητη. 

Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς ποια κανονιστική εμβέλεια θα είχαν στην πράξη οι συνταγματικές, εθνικές και κοινοτικές διατάξεις για ευαίσθητα ζητήματα , εάν δεν υπήρχε η πλουσιότατη νομολογία του ανωτάτου ακυρωτικού μας δικαστηρίου.

Η μέχρι σήμερα εμπειρία από τη λειτουργία του ΣΤΕ, είναι, νομίζω, θετική. 

Η διοικητική δικαιοσύνη στην Ελλάδα, στελεχωμένη με καταρτισμένους και εξειδικευμένους δικαστές, διαγράφει ήδη μία λαμπρή πορεία. Και είμεθα βέβαιοι, ότι θα δημιουργήσει την ίδια εξαίρεση παράδοση που και η πολιτική δικαιοσύνη καθιέρωσε στον τόπο μας κατά τον ενάμιση και πλέον αιώνα ελεύθερης λειτουργίας της σύγχρονης ελληνικής πολιτείας.

Εξοχότατε Κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατίας,Το Συμβούλιο της Επικρατείας κατόρθωσε μέσα από την 80ετή σύγχρονη ιστορία του, να καταξιωθεί στην συνείδηση του νομικού κόσμου της χώρας, με το σπουδαίο έργο που επιτέλεσε και συνέβαλλε σημαντικά στην ορθή λειτουργία του Κράτους Δικαίου.

Οι Έλληνες δικαστές στο σύνολο τους, με την πρωτοπορία των δικαστών του ΣΤΕ δίνουν κάθε ικμάδα, επιστημονική, σωματική, προκειμένου να συμβάλλουν στην έκδοση της δικαστικής απόφασης, που σε πάμπολλες περιπτώσεις αποτελεί σημείο αναφοράς στην διαμόρφωση της νομολογίας, με βαθιά κοινωνική συνείδηση. Η Δικαιοσύνη όμως παράλληλα δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική, αν δεν είναι γρήγορη η απονομή της και σ’ αυτό πρέπει όλοι να σκύψουμε γρήγορα και με αγάπη, γιατί είναι το πρόβλημα της καθημερινότητας σ’ όλα τα Δικαστήρια.

Ο μεγάλος νομοδιδάσκαλος Νικόλαος Δημητρακόπουλος, κατά την συνεδρίαση της 7ης Μαρτίου 1911 της διπλής Αναθεωρητικής Βουλής, αναφερόμενος στην κατάσταση της Δικαιοσύνης έλεγε: «Μελετών την κατάστασιν της Ελληνικής Δικαιοσύνης, από της απελευθερώσεως μέχρι σήμερον, ευρίσκω ανά παν βήμα αδιαπτώτους και συνεχείς τας αφορμάς να αισθάνομαι υπερηφάνειαν δι’ αυτήν. 

Διότι ουδαμού του πεπολιτισμένου κόσμου υπό όρους ομοίους, υπό συνθήκας ομοίας πολιτικάς, κοινωνικάς και οικονομικάς, ο δικαστικός κλάδος υπήρξε ανώτερος του ημετέρου..»

Ως Υπουργός της Δικαιοσύνης δεν έχω τον παραμικρό δισταγμό να βεβαιώσω ότι το Συμβούλιο Επικρατείας με τη νομολογία του έχει θεμελιώσει την αρχή του Κράτους Δικαίου και έχει εμμείνει στην εμπέδωσή του και γι αυτό η Πολιτεία και οι πολίτες αισθάνονται απέραντο σεβασμό και ευγνωμοσύνη στο Δικαστήριο αυτό που γιορτάζει τα 80 χρόνια ορθής απονομής της δικαιοσύνης αφού:«Εν δε δικαιοσύνη συλλήβδην πασ’ αρετή ‘στιν».

Μετάβαση στο περιεχόμενο