Ομιλία στην Ολομέλεια της Βουλής κατά την συζήτηση του Νομοσχεδίου του Υπουργείου Απασχόλησης σχετικά με την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών

Ο Νίκος Δένδιας τοποθετήθηκε την Τρίτη 22/08/2006 στην Ολομέλεια της Βουλής κατά την συζήτηση του Νομοσχεδίου του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, με θέμα «Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών όσον αφορά στην πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική εκπαίδευση και ανέλιξη, στους όρους και στις συνθήκες εργασίας και άλλες συναφείς διατάξεις» και έθεσε σειρά παρατηρήσεων σχετικά με το συγκεκριμένο νομοθέτημα.

 

Το πλήρες κείμενο της τοποθέτησης έχει ως ακολούθως:«Οφείλω να πω ότι φοβούμαι ότι θα αποτελέσω εξαίρεση στη σειρά των ομιλητών που είπαν ιδιαίτερα καλά λόγια γι’ αυτό το νομοθέτημα και το γεγονός ότι το ψηφίζει η Αξιωματική Αντιπολίτευση μου επιτρέπει να πω δυο κουβέντες που για μένα είναι σημαντικές.

Και εξηγούμαι: Κατ’ αρχήν κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει στην εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών, κανείς. 

Αυτό, όμως, που πρέπει να δούμε και που πολύ ορθά ετέθη από την κυρία Διαμαντοπούλου στην αρχή του λόγου της προηγουμένως είναι να δούμε πώς το συγκεκριμένο νομοθέτημα που μπορεί να μην μπορεί να αλλάξει μία κοινωνική πραγματικότητα θα την επηρεάσει. Φοβούμαι ότι το συγκεκριμένο νομοθέτημα, κύριε Υπουργέ, θα επηρεάσει την πραγματικότητα και με λύπη μου λέω ότι θα την επηρεάσει επί τα χείρω, θα την κάνει χειρότερη δηλαδή σε απλά καθημερινά ελληνικά.Γιατί; Κατ’ αρχήν θα ξεκινήσω λέγοντας ότι στην Ελλάδα οφείλουμε να έχουμε μία νομική υπερηφάνεια. 

Η Ελλάδα έχει έναν εξαιρετικό νομικό πολιτισμό, έχει μία εξαιρετική νομική παράδοση και η εξαιρετική αυτή νομική παράδοση, που ανατρέχει πίσω στη μακραίωνη ιστορία μας, στην Εξάφυλλο του Αρμενόπουλου κ.λπ., κινδυνεύει από την εισαγωγή των Οδηγιών άκριτα, καίτοι και μας επιτρέπεται σε μεγάλο βαθμό και η τροποποίησή τους και η εξέτασή τους.

Κινδυνεύουμε, δηλαδή, να αφήσουμε την τεράστια παράδοση του Ρωμαϊκού Δικαίου, η οποία διήπε μέχρι τώρα το Δίκαιό μας και να πάμε στην πολύ νεότερη πολύ λιγότερο επιστημονική, έωλη και πολλές φορές επιπόλαιη παράδοση του Αγγλοσαξονικού Δικαίου, το οποίο επιχειρεί με ad hoc ρυθμίσεις να αντιμετωπίσει μια πραγματικότητα που πολλές φορές το υπερβαίνει χωρίς ιδιαίτερο φιλοσοφικό υπόβαθρο.

Παίρνω, λοιπόν, το συγκεκριμένο νομοθέτημα. Δεν θα πάω στον ορισμό της σεξουαλικής παρενόχλησης της παραγράφου 10 του άρθρου 3, τον οποίο θεωρώ εντελώς λανθασμένο και από την Οδηγία, διότι γι’ αυτό θα φτάσω στο τέλος- αλλά θα περάσω από εκεί και θα πάω στο άρθρο 9 «Λύση της σχέσεως εργασίας και της υπαλληλικής σχέσεως». 

Το άρθρο αυτό είναι παντελώς άχρηστο. Δημιουργεί προβλήματα ερμηνείας στις υπάρχουσες διατάξεις του Εργατικού Δικαίου, οι οποίες απολύτως καλύπτουν αυτά τα οποία αναφέρονται εδώ και αυτό το οποίο θα έχουμε με αυτήν τη διάταξη θα είναι επικάλυψη διατάξεων. Και καμία διάταξη να μην είχαμε στο Εργατικό Δίκαιο, αρκούσε η γενική διάταξη του 281 του Αστικού Κώδικα. 

Προς τι, λοιπόν, το άρθρο 9;Πάμε στο άρθρο 13 με το οποίο εισάγεται ως φορέας παρακολούθησης της εφαρμογής της αρχής ίσης μεταχείρισης ο Συνήγορος του Πολίτη. Γιατί; Ποια είναι η αρμοδιότητα του Συνηγόρου του Πολίτη στην εργασιακή σχέση; Γιατί πρέπει να αναμειχθεί; Σε τι διευκολύνει το Δίκαιο μία άλλη ανεξάρτητη αρχή να μπαίνει στη μέση; Δεν είναι επαρκής η ελληνική δικαιοσύνη; Εάν δεν είναι επαρκής η ελληνική δικαιοσύνη, δεν υπάρχει εν πάση περιπτώσει η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου σας; Προς τι ο Συνήγορος του Πολίτη; Δεν θα έχουμε μια διαρκή επικάλυψη αρχών;

Αφήστε που αρχίζει και δημιουργείται σε αυτήν τη χώρα το βασικό ερώτημα των ανεξαρτήτων αρχών που τέμνουν πλέον κατά τρόπο ιδιόρρυθμο την τριμερή διάκριση των εξουσιών και δεν ξέρουμε πού να τις εντάξουμε και δεν ξέρουμε πώς να τις αντιμετωπίσουμε;Μετά από λίγο καιρό θα έχουμε τόσες ανεξάρτητες αρχές σ’ αυτή τη χώρα με τόσες αρμοδιότητες που δεν θα ξέρουμε που λογοδοτούν και δεν θα ξέρουμε να βάλουμε αρχή και τέλος.Φεύγω από το άρθρο 13 και πάω στο άρθρο 16.

Το άρθρο 16 κατά την αρχική του διατύπωση καθιστούσε ποινικό αδίκημα τη σεξουαλική παρενόχληση όπως αυτή προβλέπεται σ’ αυτό το νομοθέτημα στο άρθρο 3 παράγραφος 1δ’. Στη σημερινή συζήτηση τροποποιείται με το έγγραφο που μας διενεμήθη ως διόρθωση και μετατρέπεται πλέον σε ποινικό αδίκημα μόνο η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας -εάν καλά θυμάμαι από τον Ποινικό Κώδικα γιατί δεν τον έχω μαζί μου- και αντιθέτως η σεξουαλική παρενόχληση ως περιγράφεται σ’ αυτό το νόμο παύει να είναι ποινικό αδίκημα. Και ερωτώ γιατί. Ή η διάκριση του νόμου είναι τέτοια και πρέπει να το επιβάλει ως ποινικό αδίκημα ή δεν είναι ποινικό αδίκημα. Αλλά τότε τι συζητάμε;Φθάνω στο για μένα ακατανόητο, θα μου επιτρέψετε να πω, άρθρο 17 «βάρος απόδειξης».

Κατ’ αρχήν είναι λάθος η λέξη «πιθανολογείται». Το είπαν και δύο συνάδελφοι προηγουμένως. 

Είναι λάθος διότι η Οδηγία 97/80 του Συμβουλίου που ορίζει το βάρος αποδείξεως, χρησιμοποιεί τη λέξη «τεκμαίρεται». Το «τεκμαίρεται» μεταφέρεται στο ελληνικό κείμενο νόμου ως «πιθανολογείται». 

Αυτό δημιουργεί ένα χάος διότι αρκεί ο βλαπτόμενος –και λέω «βλαπτόμενος» διότι δεν είναι κατ’ ανάγκη «η βλαπτόμενη», μπορεί να είναι οποιουδήποτε φύλου- να πιθανολογήσει για να αντιστραφεί το βάρος αποδείξεως και να πρέπει ο καθ’ ου πλέον να αποδείξει ότι δεν τέλεσε την παρενόχληση. Και να σας πω το εξής για να δείτε πόσο τραγελαφικά θα γίνουν τα πράγματα: Στο άρθρο 16 προβλέπεται ποινική διαδικασία. Στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας μπορεί να ασκηθεί πολιτική αγωγή; Ναι. 

Κατά την πολιτική αγωγή θα υπάρχουν οι διατάξεις της ποινικής διαδικασίας όπου ο ενάγων, δηλαδή ο βλαφθείς, θα πρέπει να δημιουργήσει πλήρη απόδειξη. 

Για το υπόλοιπο της αγωγής του για το οποίο θα έχει κριθεί στα πολιτικά δικαστήρια, θα αντιστραφεί το βάρος της αποδείξεως και θα πρέπει ο εναγόμενος να αποδείξει ότι δεν τέλεσε σεξουαλική παρενόχληση. 

Αυτό αν δεν είναι χάος, αν αυτό δεν αποτελεί πλήρη άρνηση των νομικών που διδαχθήκαμε στο πανεπιστήμιο, τι είναι; Πως θα βρει άκρη αυτή η χώρα με αυτές τις διατάξεις; Πως θα βρουν άκρη τα δικαστήρια με αυτές τις διατάξεις;Αν μου επιτρέπετε, και καταλήγω με αυτό, να πω το εξής: Ουδείς διαφωνεί με την αρχή του νομοθετήματος. 

Όμως, στην προσπάθειά μας να κάνουμε την πραγματικότητα καλύτερη, δεν υπάρχει λόγος να δημιουργούμε ένα απόλυτο νομικό χάος. Νομικό χάος θα δημιουργήσουμε, κύριε Πρόεδρε.

 Και πραγματικά σας παρακαλώ να το ξανακοιτάξουμε και να δούμε πως το συγκεκριμένο μπορεί να καταστεί λειτουργικό. Έχοντας δε διαβάσει και τα Πρακτικά, λέω το εξής: Είπε ο κύριος Υπουργός στην επιτροπή ότι υπάρχει προηγούμενο και το προηγούμενο που επικαλέστηκε ήταν το προεδρικό διάταγμα του 2003.

Όμως και το Προεδρικό Διάταγμα 105/2003 δεν λέει «πιθανολογείται». Και αυτό «τεκμαίρεται» λέει.

Συγχωρείστε με διότι αντί κοινοβουλευτικής ομιλίας χρειάστηκε να καλύψω επτά λεπτά για να κάνω νομική ανάλυση. 

Αλλά ειλικρινά καταλήγω παρακαλώντας τον κύριο Υπουργό να κοιτάξει τις παρατηρήσεις διότι είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι αν το ψηφίσουμε ως έχει, τότε θα δημιουργήσουμε έναν τεράστιο μπελά και το μόνο πράγμα που θα κερδίσουμε είναι να επανέλθουμε μετά από λίγο καιρό και να αλλάζουμε τα άρθρα που σας ανέφερα.»

Μετάβαση στο περιεχόμενο