Ομιλία στην Ολομέλεια της Βουλής στη συζήτηση επί του σχεδίου νόμου «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν.4334/2015 (Α΄ 80)»

Ο Βουλευτής της Β΄ Αθήνας Νίκος Δένδιας στην ομιλία του ως Εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας, κατά την συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής επί του σχεδίου νόμου «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν.4334/2015 (Α΄ 80)», ανέφερε:

«Κυρία Πρόεδρε, καταρχήν, το θέμα του κατεπείγοντος ή μη κατεπείγοντος, το οποίο έθεσε ο συνάδελφος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος κ. Παφίλης, νομίζω ότι είναι θέμα το οποίο έχει αποφασιστεί από τις Επιτροπές και κατά συνέπεια, η απόφαση αυτή δεσμεύει και την παρούσα συνεδρίαση.

Θα ήμουν, όμως, ευτυχής, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, –και απευθύνομαι σε εσάς και κυρίως απευθύνομαι στην Κυβέρνηση- εάν το διαδικαστικό ζήτημα, το οποίο θα απασχολούσε απόψε την Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων, αφορούσε το αν το υπό κρίση νομοθέτημα, αποτελούμενο από την Οδηγία και τον εισαγόμενο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ήταν το κύριο θέμα προς συζήτηση. Εάν έπρεπε να συζητήσουμε, δηλαδή, εάν είναι κατεπείγον ή δεν είναι κατεπείγον.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σήμερα το απόγευμα, ενωρίς, κατά τη διάρκεια της συζητήσεως στην Επιτροπή, συνέβη κάτι το απολύτως πρωτοφανές. Η παρισταμένη και Προεδρεύουσα, κατ’ έκπληξή μου, κυρία Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων τοποθετήθηκε επί θεμάτων άσκησης των καθηκόντων της στις Επιτροπές και επέδωσε, για να κατατεθεί στα Πρακτικά, επιστολή την οποία απηύθυνε στον αξιότιμο Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλο και στον αξιότιμο Πρωθυπουργό κ. Αλέξη Τσίπρα.

Σύμφωνα με το περιεχόμενο της επιστολής την οποία κατέθεσε η κυρία Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, ισχυρίζεται ότι με το νομοθέτημα το οποίο έρχεται προς συζήτηση στη Βουλή δεν υφίσταται εγγύηση τήρησης του Συντάγματος, δεν θωρακίζεται η δημοκρατική λειτουργία, καταλύεται η λειτουργία της Ελληνικής Δημοκρατίας και επίσης ότι το νομοθέτημα επελέγη και επεβλήθη από ξένες κυβερνήσεις. Η επιστολή είναι στα Πρακτικά, στη διάθεσή σας.

Με την τοποθέτησή της αυτή η κυρία Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων -και οφείλω να πω ότι η τοποθέτησή της ήτο σαφέστατη- αναφέρθηκε προφανώς στις δικές της θεσμικές υποχρεώσεις, όπως αυτές προβλέπονται από το άρθρο 65 του ισχύοντος Συντάγματος και από το άρθρο 11 του ισχύοντος Κανονισμού της Βουλής.

Προφανώς, λοιπόν, η κυρία Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων διαπίστωσε -κατά τη δική της κρίση και επί τη βάσει των στοιχείων που αυτή έχει στη διάθεσή της- ότι αυτή τη στιγμή υφίσταται δυνάμει κατάλυση του Συντάγματος, της ελληνικής Δημοκρατίας και επιβολή ξένων κυβερνήσεων καταρχήν μεν επί της κυβερνητικής βουλήσεως η οποία έχει τη νομοθετική πρωτοβουλία, επιπροσθέτως δε και επί της βουλήσεως των Βουλευτών του ελληνικού Κοινοβουλίου, οι οποίοι στερούνται της ελευθέρας βουλήσεως και της κατά συνείδηση ψήφου, ως το Σύνταγμα επιβάλλει.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αυτά τα πράγματα είναι απολύτως πρωτοφανή. Πρέπει να σας πω ότι δεν προσιδιάζουν όχι μόνο σε κράτος δικαίου, όχι μόνο σε ευρωπαϊκό κράτος, αλλά και σε οιοδήποτε κράτος.

Εδώ, λοιπόν, δύο τινά –τρίτον τι δεν δίδεται- μπορούν να συμβούν: ή αυτές οι καταγγελίες να αποσυρθούν από την κυρία Πρόεδρο της Βουλής -πράγμα το οποίο δεν έχω καμία σκέψη ότι προτίθεται να πράξει, αλλά εν πάση περιπτώσει είναι θέμα δικό της- ή αλλιώς η Κυβέρνηση να καταθέσει πρόταση μομφής κατά της κυρίας Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων και να αποφασίσει η Εθνική Αντιπροσωπεία επ’ αυτού.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, όχι απλώς δεν είναι δυνατόν, αλλά δεν είναι καν νοητό, έστω και σε αυτούς τους περίεργους και επικίνδυνους καιρούς, ο θεσμικός εκπρόσωπος του κράτους, ο επιφορτισμένος με τη ψήφο μεγάλης πλειοψηφίας Βουλευτών για την τήρηση των διατάξεων του Συντάγματος και τη λειτουργία της νομοθετικής εξουσίας της Βουλής των Ελλήνων, που αποτελεί την έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, να καταγγέλλει κατάλυση του Συντάγματος, να καταγγέλλει νόθευση της κυβερνητικής βουλήσεως και της βουλήσεως των Βουλευτών κι αυτό απλώς να αντιμετωπίζεται ως μια ιδιορρυθμία ή, εν πάση περιπτώσει, ως μια οιαδήποτε διατύπωση γνώμης.

Αναμένω, λοιπόν, καταρχήν μεν την τοποθέτηση της Κυβερνήσεως επ’ αυτού, πέραν δε αυτού τη σαφή τοποθέτηση των κομμάτων. Διότι, άλλον τι δεν δίδεται. Την κατάσταση αυτή ως έχει ούτε μπορούμε να την αγνοήσουμε ούτε μπορούμε να προχωρήσουμε ούτε μπορούμε να παριστάνουμε ότι δεν ακούμε.

Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ο περιορισμένος χρόνος μού επιβάλλει λακωνική διατύπωση. Θα ήθελα, όμως, για την τάξη του πράγματος να ξεκινήσω απαντώντας σε μια παρατήρηση περί νομικής ανακρίβειας που μου εγένετο από την κυρία Πρόεδρο της Βουλής, όσον αφορά την απόφανση επί του κατεπείγοντος.

Επί τη βάσει του Συντάγματος στο άρθρο 76 παράγραφος 4 και του άρθρου 109 παράγραφος 2 του Κανονισμού της Βουλής, η απόφαση περί κατεπείγοντος, όπως ορθώς είπα, είναι απόφαση της Επιτροπής ή των Επιτροπών.

Βεβαίως, επειδή η Βουλή εν ολομελεία, όσον αφορά τα interna corporis, έχει αυτονοήτως την απόλυτη εξουσία, μπορεί να αποφασίζει επί οιουδήποτε θέλει. Αλλά το ορθόν ελέχθη και είναι αυτό το οποίο είπα προηγουμένως.

Θα ήθελα, επίσης, να διαδηλώσω, κύριε Υπουργέ, κύριε Βούτση, την ευχαρίστησή μας για το γεγονός ότι ευθέως στην Ολομέλεια της Βουλής αναδεχόσαστε επιτέλους αυτό το οποίο αποτελεί συμβατική υποχρέωση την οποία ανέλαβε ο Πρωθυπουργός της χώρας στο Euro Summit στις Βρυξέλλες στις 12 Ιουλίου 2015, δηλαδή την ιδιοκτησία του προγράμματος.

Θα παρακαλέσω δε όλους τους κυρίους συναδέλφους του ΣΥΡΙΖΑ και αρχής γενομένης από τον συνάδελφο εισηγητή του ΣΥΡΙΖΑ να αντιληφθούν αυτό το οποίο ελέχθη από τον κύριο Υπουργό, αυτό το οποίο υπεγράφη από τον κύριο Πρωθυπουργό και αυτό το οποίο αποτελεί πλέον τη δέσμευση της Κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ: Η ιδιοκτησία, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, του προγράμματος το οποίο εισάγετε προς ψήφιση.

Συνακόλουθα αυτής της ιδιοκτησίας του προγράμματος που εισάγετε προς ψήφιση και μας καλείτε να ψηφίσουμε κι εμείς, σας παρακαλώ πάρα πολύ -διότι αυτό είναι ωφέλιμο και για τον τόπο στο τέλος τέλος και την κοινωνία- να αφήσετε αυτά τα διθυραμβικά και επικριτικά και φιλιππικά κατά της Αντιπολίτευσης, της προηγούμενης Κυβέρνησης, η οποία είναι υπεύθυνη δήθεν για το τραπεζικό σύστημα, για το bank run κ.λπ.

Πέραν του ότι είναι παντελώς ανακριβή, δεν μπορείτε να κατηγορείτε κάποιον ο οποίος προέβλεψε τη ζημιά την οποία θα επιφέρατε για το γεγονός της πρόβλεψης. Δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό. Η Κυβέρνηση Σαμαρά προέβλεψε αυτό το οποίο επρόκειτο να συμβεί. Θέλετε να μην σας άρεσε το ύφος; Θέλετε να μην σας άρεσε η διαδικασία; Να συμφωνήσουμε σε οτιδήποτε από αυτά.

Όμως, η Κυβέρνηση Σαμαρά προέβλεψε με απόλυτη ακρίβεια αυτό το οποίο θα συμβεί. Την κατηγορείτε εκ των υστέρων, επειδή ορθώς προέβλεψε ως υπεύθυνη για το αποτέλεσμα που εσείς με τις ενέργειές σας επιφέρατε; Αυτά πλέον δεν έχουν καμία σημασία και καμία έννοια.

Εκείνο δε το οποίο θα πρέπει να κάνουμε –και εμείς ως Αξιωματική Αντιπολίτευση επιφυλασσόμεθα απολύτως επ’ αυτού και θέλω να το καταστήσω ξεκάθαρο- είναι να αντιμετωπίσουμε τη θεσμική εκτροπή που αποτελεί η επιστολή την οποία η κυρία Πρόεδρος της Βουλής απέστειλε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στον κύριο Πρωθυπουργό.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αυτό δεν είναι κάτι το οποίο μπορεί να περάσει εύκολα. Σας παρακαλώ –και ιδιαίτερα παρακαλώ εσάς, τους Βουλευτές της κυβερνητικής Πλειοψηφίας- να διαβάσετε το κείμενο αυτής της επιστολής, διότι νομίζω ότι αυτό το κείμενο της επιστολής είναι πρωτοφανές για τα ελληνικά κοινοβουλευτικά –και κυβερνητικά, προφανώς- χρονικά. Είναι απίστευτο ο Πρόεδρος της Βουλής, ο οποίος είναι εκ του Συντάγματος και του Κανονισμού ο αρμόδιος για τη λειτουργία και την προστασία της λειτουργίας του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, να ζητά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Πρόεδρο της Κυβέρνησης να ομολογήσει ή να διαδηλώσει προς ξένες κυβερνήσεις ότι εκβιαζόμενοι αποφασίζουμε, ότι εκβιαζόμενη αποφάσισε η Κυβέρνηση, κύριοι Υπουργοί.

Αυτά τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν δεκτά. Φοβούμαι ότι αλλοιώνουν πλήρως το θεσμικό ρόλο όχι μόνο της κυρίας Προέδρου της Βουλής, αλλά όλων ημών. Τέτοιες καταγγελίες δεν μπορούν να περάσουν χωρίς όχι απλώς σχολιασμό, αλλά θεσμική απάντηση απέναντι στη θεσμική προσβολή, την οποία όλοι εδώ υποστήκαμε.

Θα αναφερθώ τώρα επ’ ολίγον στο πολύ σημαντικό νομοθέτημα, αφού παρακαλέσω τον Υπουργό κ. Τσακαλώτο να μη μεταβάλλει το σύνηθες μειλίχιο και συζητητικό ύφος, το οποίο του αρμόζει και νομίζω ότι τον χαρακτηρίζει.

Ο καταγγελτικός λόγος, κύριε Υπουργέ, δεν σας πηγαίνει και δεν βοηθά και την προσπάθεια όλων μας να στηρίξουμε τη χώρα σε μια κατάσταση πραγματικά εθνικής ανάγκης. Σ’ εμάς θα βρείτε, στο βαθμό που μπορούμε και το θεσμικό μας καθήκον επιτρέπει, συνεργασία. Σας παρακαλώ, όμως, να μη συνεχίζετε με τον καταγγελτικό λόγο και να μην κατηγορείτε τη Νέα Δημοκρατία για πράγματα τα οποία απλώς προέβλεψε. Σας το λέω ως φιλική παράκληση. Εσείς κρίνετε.

Θα αναφερθώ τώρα στο θέμα το οποίο σας αφορά, δηλαδή στο θέμα της εγγύησης.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κατ’ αρχήν και η Κυβέρνηση Καραμανλή το 2009 με το ν. 3746 και η Κυβέρνηση Σαμαρά με το ν. 4261/2014 είχαν λάβει συγκεκριμένα μέτρα και δημιούργησαν το Ταμείο Εγγύησης και τις Αρχές Εποπτείας. Δεν μας πιάνει απαράσκευους η συγκεκριμένη Οδηγία, η οποία είναι θετική στην εισαγωγή της.

Θέλω να παρακαλέσω την Κυβέρνηση, εκτός από τη συγκεκριμένη Οδηγία 2014/59, να εισάγει και την Οδηγία 2014/49 που αφορά στενά την προστασία των καταθέσεων, όχι επειδή οι Οδηγίες μαγικά λύνουν τα προβλήματα του τραπεζικού συστήματος –αυτό δεν συμβαίνει- αλλά επειδή δημιουργούν εκείνο το θεσμικό πλαίσιο το οποίο θα επιτρέψει στον Έλληνα καταθέτη να νοιώσει καλύτερα μέσα σ’ αυτή τη δυσχερέστατη συγκυρία, να νοιώσει τη στοιχειώδη εξασφάλιση και από εκεί και πέρα να δούμε πώς μπορούμε να ανακεφαλαιοποιήσουμε το τραπεζικό σύστημα, απαραίτητο για την οικονομία.

Θέλω να θυμίσω σε όσους συναδέλφους αρέσκονται σε «φιλιππικούς» εναντίον του τραπεζικού συστήματος, ότι το τραπεζικό σύστημα ως έχει σήμερα ανήκει στον ελληνικό λαό. Ο ελληνικός λαός είναι κατά 62% μέτοχος του τραπεζικού συστήματος της χώρας.

Εάν θέλετε, λοιπόν, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι της κυβερνητικής Πλειοψηφίας, οτιδήποτε από το τραπεζικό σύστημα, εσείς έχετε την εξουσία να το ψηφίσετε και να το πράξετε. Δεν είναι κάτι άλλο από εσάς. Εσείς είστε το τραπεζικό σύστημα αυτής της χώρας. Εσείς αποφασίζετε και εσείς έχετε την ευθύνη για όλα όσα πράττει το τραπεζικό σύστημα της χώρας και ουδείς άλλος πλην υμών.

Θα αναφερθώ στο θέμα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, για τον οποίο έγινε πολύ μεγάλη φασαρία. Κατ’ αρχήν, πρέπει να πω το εξής: Η Επιτροπή Χαμηλοθώρη δεν δημιουργήθηκε από την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και πρέπει να πω ότι ο τότε Υπουργός προς τον οποίο παρεδόθη το πόρισμα, ο κ. Αθανασίου, είχε την εξής λεπτότητα και πρέπει να τον επαινέσουμε γι’ αυτό.

Μπορούσε να εισάγει το συγκεκριμένο πόρισμα της Επιτροπής με τη διαδικασία των Κωδίκων, να μη γίνει καμία συζήτηση και να το περάσουμε εμείς με την κυβερνητική μας Πλειοψηφία σε μία ημέρα, με μια διαδικασία παρόμοια της σημερινής. Δεν έκανε αυτό. Το εισήγαγε ως κανονικό νομοθέτημα, για να συζητήσουμε κάθε άρθρο, κάθε αδυναμία.

Διότι, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, άκουσα και τον Υπουργό κ. Παρασκευόπουλο προηγουμένως να λέει ότι θα μπούμε σε μια νέα διαδικασία να αλλάξουμε πάλι πράγματα κλπ. Δεν γίνεται έτσι. Στις προηγμένες χώρες οι Κώδικες δεν αλλάζουν κάθε τέσσερις, πέντε μέρες ή κάθε τέσσερις, πέντε μήνες. Στη Γαλλία η επί της αρχής απόφανση είναι η αλλαγή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας κάθε εκατόν πενήντα χρόνια! Όταν, λοιπόν, σήμερα ψηφίζουμε έναν Κώδικα, είναι δυνατόν και σοβαρό να τον αλλάξουμε πάλι σε τρεις μήνες;

Έχω δε να πω τα εξής τελειώνοντας και μη καταχρώμενος το χρόνο σας.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, υπάρχουν πράγματα που πρέπει να έχει υπόψη της η Κυβέρνηση στη δυσχερή συγκυρία που βρίσκεται. Η πρώτη της υποχρέωση δεν είναι η ιδιοκτησία ενός προγράμματος προσαρμογής ή εκσυγχρονισμού, αλλά η κατάθεση ενός ελληνικού αναπτυξιακού προγράμματος. Τα στοιχεία για την κατάθεση ενός τέτοιου προγράμματος υπάρχουν. Υπάρχουν τα νομοθετήματα για τα «κόκκινα δάνεια» στο Υπουργείο Ανάπτυξης. Υπάρχουν τα νομοθετήματα για την αντιμετώπιση του τεράστιου θέματος, κύριε Υπουργέ, των στεγαστικών δανείων. Υπάρχουν τα νομοθετήματα για το ΕΣΠΑ, για το οποίο δεν έχουν βγει οι εκτελεστικές πράξεις και οδηγούν στην απορρόφηση 25 δισεκατομμυρίων ευρώ. Στο σημείο αυτό κάνω μια παρένθεση. Είχαμε πετύχει 4,5 δισεκατομμύρια εμπροσθοβαρώς και από αυτά μέχρι σήμερα δεν έχει απορροφηθεί ούτε 1 ευρώ!

Επίσης, υπάρχουν τα νομοθετήματα για τα logistics, για τη συνολική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, τα οποία πρέπει η Κυβέρνηση να τα αξιοποιήσει σε ένα αναπτυξιακό σχέδιο για την πατρίδα και επί τη βάσει αυτών να πορευθεί, προσαρμόζοντάς το στις ανάγκες συμπόρευσης με τους δανειστές της χώρας.

Αυτό που πράττει σήμερα η Κυβέρνηση επί έξι μήνες να έχει οδηγήσει τη χώρα και την οικονομία σε πλήρη απραξία και το μόνο το οποίο να παριστάνει είναι ότι πιεζόμενη και μόνο νομοθετεί, δεν οδηγεί σε κάτι το οποίο είναι απαραίτητο για την πατρίδα, το λαό και την αντιμετώπιση της ανεργίας. Αυτό είναι η επίτευξη του μεγάλου στόχου της πρωτογενούς οικονομικής ανάπτυξης.

Δεν έχουμε άλλο δρόμο, κυρίες και κύριοι. Και σας παρακαλώ θερμά, παρά τη δυσχερή συγκυρία, να αντιληφθείτε ότι το εθνικό και πατριωτικό συμφέρον και καθήκον όλων μας υπερβαίνει τις δυσκολίες της συγκυρίας. Και υπάρχει ευρύς χώρος συναίνεσης, όταν ξεφύγουμε από τη μυωπία του άμεσου και πρόδηλου κομματικού συμφέροντος και πάμε προς μια ευρύτερη αντιμετώπιση. Αυτό είναι απολύτως εφικτό. Είναι απολύτως εφικτό επί τη βάσει της νέας αυτογνωσίας την οποία αποκτήσατε – επώδυνα για τον τόπο – τις τελευταίες μέρες.

Ας ελπίσουμε ότι αυτή η αυτογνωσία την οποία αποκτήσατε θα μπορέσει να αποτελέσει τη βάση για να χτίσουμε μαζί –με τη βοήθειά μας, αν θέλετε, την οποία μέχρι τώρα σε μεγάλο βαθμό αρνείστε- μια νέα πρόταση με την οποία η πατρίδα θα βγει από την κρίση και θα πάει μπροστά.

Δεν είναι η μοίρα της Ελλάδας να είναι ο διαρκής επαίτης της Ευρώπης και των οποιωνδήποτε θεσμών. Θα μπορούσαμε να είμαστε μια πλούσια, ανεπτυγμένη χώρα, η οποία να αποτελεί πρότυπο για τους άλλους. Θα σας παρακαλέσω αυτό να αποτελέσει και το πρότυπο της κοινής μας προσπάθειας για το μέλλον.

Σας ευχαριστώ πολύ».

Μετάβαση στο περιεχόμενο