Ομιλία στο “Thessaloniki Summit 2017” του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος

Ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος και Βουλευτής Β’ Αθηνών της Νέας Δημοκρατίας, Νίκος Δένδιας, μίλησε σήμερα στο “Thessaloniki Summit 2017” του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, στο συνεδριακό κέντρο «Ι. Βελλίδης».

Ο κ. Δένδιας ανέφερε κατά την ομιλία του:

«Η λέξη «βιομηχανία», διαχρονικά υποτιμημένη και πολλαπλά παρεξηγημένη, σχετίζεται με ένα και μοναδικό πράγμα: την παραγωγή. Χωρίς παραγωγή δεν υφίσταται –αυτό που γενικά και αφηρημένα εννοούμε ως ανάπτυξη.

Χρειάζεται να γίνει κατανοητό ότι η οικονομική πορεία της χώρας, η ευημερία της, εξαρτάται άμεσα από το πόσο παράγουμε, πόσο καινοτομούμε και πόσο εξάγουμε. Γι’ αυτό είναι επιβεβλημένη η ενίσχυση του ρόλου της βιομηχανίας στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Να καταστεί σαφές ότι η βιομηχανία μπορεί και πρέπει να συμβάλει στην προσπάθεια για την οριστική έξοδο από την κρίση. Γι’ αυτό και οφείλει να είναι στον πυρήνα της αναπτυξιακής στρατηγικής της χώρας.

Δυστυχώς, για δεκαετίες η σημασία της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών υποβαθμίστηκε στη χώρα μας. Η δεκαετία του ’80 χαρακτηρίστηκε από την εγκατάλειψη της βιομηχανικής πολιτικής ως εργαλείο οικονομικού σχεδιασμού καθώς οι προσπάθειες ανάδειξης «εθνικών πρωταθλητών» στο πεδίο των επιχειρήσεων κάθε άλλο παρά απέδωσαν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.

Η κάμψη της ευρωπαϊκής βιομηχανικής παραγωγής στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 αλλά και η μετέπειτα υποτονική ανάκαμψή της, ο εντεινόμενος σε παγκόσμιο επίπεδο ανταγωνισμός και η αυξημένη σημασία της τεχνολογίας και του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, επαναφέρει την προβληματική της στήριξης του δευτερογενούς τομέα.

Μόλις πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε την Ανακοίνωση «Επενδύοντας σε μια έξυπνη, καινοτόμο και περιβαλλοντικά βιώσιμη βιομηχανία» για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας του τομέα της βιομηχανίας και με στόχο την αύξηση του ποσοστού του ΑΕΠ που αντιπροσωπεύει από το περίπου 16% σήμερα στο 20% μέχρι το 2020, στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020».

Στην Ελλάδα, η απο-επένδυση που συντελέστηκε στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, τα σχετικά (και πρέπει να πούμε διαχρονικά) μικρά μερίδια της μεταποίησης ως προς τη συνολική παραγωγή (σήμερα περίπου στο 10% του ΑΕΠ), η στασιμότητα της παραγωγικότητας, αλλά κυρίως η σημασία των αναπτυξιακών επιδράσεων της βιομηχανίας (spillovers) στο σύνολο της οικονομίας συγκριτικά με άλλους τομείς (πχ. τουρισμός), καθιστούν αναγκαία την εφαρμογή μίας στοχευμένης βιομηχανικής πολιτικής που να απαντά στα παρακάτω ζητήματα:

Πρώτον, οι ελληνικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σήμερα σημαντικό πρόβλημα ρευστότητας. Το κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων είναι σε πολλές περιπτώσεις διπλάσιο εκείνου των ανταγωνιστών τους. Και οι αιτήσεις τραπεζικού δανεισμού απορρίπτονται σε ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από τον κοινοτικό μέσο όρο.

Σύμφωνα με την τελευταία περιοδική έρευνα της ΕΚΤ για την πρόσβαση των επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση (Οκτώβριος 2016-Μάρτιος 2017), το 27% των ερωτηθέντων ελληνικών επιχειρήσεων ανέδειξε την ελλιπή χρηματοδότηση (τόσο ως παροχή δανειοδότησης όσο και ως προς την εξασφάλιση πίστωσης) ως το μεγαλύτερο εμπόδιο στις δραστηριότητές τους. Συνακόλουθα, ενώ ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων αυξάνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στην Ελλάδα καταγράφει μείωση της τάξης του 13% (από -4% το αντίστοιχο διάστημα 2015-2016).

Δεύτερον, η υπέρμετρη φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα στερεί σημαντικά επενδυτικά κίνητρα, ενώ οι υψηλές εργοδοτικές εισφορές και το πολύ υψηλό κόστος ενέργειας (συγκριτικά με τις ανταγωνιστικές οικονομίες) εξουδετερώνουν τα δυνητικά οφέλη των προωθούμενων μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας.

Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα ήρθε στη δημοσιότητα η ετήσια έκθεση Ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για το 2017, στην οποία, πέραν του ότι η χώρα μας υποχωρεί ακόμη μία θέση στη διεθνή κατάταξη (87η ανάμεσα σε 137 κράτη), οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές αναδεικνύονται ως ο ισχυρότερος αποτρεπτικός παράγοντας για την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα.

Δεν μπορεί ο φόρος των επιχειρήσεων να είναι στο 10% και το εργοδοτικό κόστος στο λιγότερο απ’ το μισό σε μια ώρα απόσταση από την Θεσσαλονίκη – στη γειτονική Βουλγαρία – και να παρακολουθούμε απαθείς τις ελληνικές επιχειρήσεις να «ξενιτεύονται». Δεν γίνεται στην Ελλάδα οι 25.000 ευρώ αποδοχές ενός εργαζόμενου να στοιχίζουν στον εργοδότη 46.000 ευρώ με τις εισφορές και για τις ίδιες αποδοχές/ίδια θέση στην Κύπρο να στοιχίζουν 31.000 ευρώ.

Τρίτον, ο εγχώριος βιομηχανικός τομέας, πέρα από τα προσκόμματα που σχετίζονται με τις αρνητικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης (μείωση της τραπεζικής πίστης, ελλιπής χρηματοδότηση, capital controls, ασθενής ζήτηση), αντιμετωπίζει χρόνια διαρθρωτικά ζητήματα. Ειδικότερα, η ελληνική οικονομία δεν ενσωματώνει την απαιτούμενη «παραγωγική γνώση» προκειμένου να επιτύχει μεγαλύτερο βαθμό συμμετοχής στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας.

Με άλλα λόγια, δεν παράγουμε σύνθετα και επαρκώς διαφοροποιημένα προϊόντα. Έτσι, σύμφωνα με τον ετήσιο δείκτη «οικονομικής πολυπλοκότητας» (Atlas ofEconomic Complexity, 2015), η Ελλάδα καταλαμβάνει την μόλις την 59η θέση ανάμεσα σε 124 κράτη, πίσω από χώρες όπως η Βοσνία, η Αγκόλα, τα Εμιράτα και η Κόστα Ρίκα.

Διόλου τυχαία, η Ελλάδα καταγράφει σημαντική υστέρηση σε κρίσιμους δείκτες, όπως στην ενσωμάτωση της καινοτομίας την οικονομία (European Innovation Scoreboard 2017) και στο δείκτη ψηφιακής οικονομίας όπου καταλαμβάνει την 26η θέση ανάμεσα στις 28 χώρες της Ε.Ε. (Έκθεση Ψηφιακής Προόδου της Ευρώπης 2017).
Είναι λοιπόν επιτακτική ανάγκη η μετάβαση από την οικονομία της «απομίμησης» (imitation-led) στην καινοτόμο οικονομία (innovation-led) για την παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας που βρίσκουν τη θέση τους στις διεθνείς αγορές. Πέρα από την παλαιά (και μάλλον) ξεπερασμένη διχογνωμία ανάμεσα στην οριζόντια ή την κλαδική στήριξη των επιχειρήσεων, προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην προώθηση του ανταγωνισμού εντός ενός βιομηχανικού κλάδου, κάτι που ωθεί τις επιχειρήσεις σε μεγαλύτερη καινοτομία.

Τέτοιες πολιτικές εντάσσονται στο λεγόμενο «έξυπνο κράτος» (P. Aghion- A. Roulet, “Growth and the smart state”, Annual Review of Economics, vol. 6, 2014).

Οι παρεμβάσεις του έξυπνου κράτους αφορούν κύρια:

· στην ενίσχυση της Έρευνας και Ανάπτυξης και τη διασύνδεσή της με την βιομηχανία
· τη βελτίωση των όρων χρηματοδότησης των επιχειρήσεων,
· την προώθηση μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας και (κυρίως) στις αγορές προϊόντων.

Πρόκειται για στρατηγικές παρεμβάσεις που λειτουργούν ως καταλύτης στην ενίσχυση του ανταγωνισμού και την προώθηση της καινοτομίας στην παραγωγική διαδικασία.

Η Ελλάδα χρειάζεται, σήμερα περισσότερο παρά ποτέ, να υιοθετήσει ένα νέο παραγωγικό μοντέλο. Ένα μοντέλο που να απελευθερώνει και να ενισχύει το δυναμισμό της παραγωγικής της βάσης, οδηγώντας στη δημιουργία πολλών θέσεων απασχόλησης. Ένα μοντέλο εξωστρεφές που προωθεί στις διεθνείς αγορές ανταγωνιστικά προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Και αποτελεσματική εθνική αναπτυξιακή στρατηγική δεν μπορεί να υπάρξει αν ένας από τους βασικούς της άξονες δεν είναι μία νέα βιομηχανική πολιτική που να αντιμετωπίζει τα κύρια διαρθρωτικά και θεσμικά ζητήματα του δευτερογενούς (και κύρια του μεταποιητικού) τομέα.

Δυστυχώς η κυβέρνηση αποτυγχάνει να συμβάλει αποφασιστικά στην οριστική ανάταξη της οικονομίας. Περιορίζομαι να αναφέρω ορισμένους μόνο δείκτες που συνδέονται με τη βιομηχανία, όπως τις εξαγωγές που φαίνεται, μετά από καιρό, να ανακάμπτουν (αύξηση 6,6%το διάστημα Ιανουαρίου-Μαΐου 2017 συγκριτικά με το περασμένο έτος, χωρίς τα πετρελαιοειδή).

Ωστόσο, οι εξαγωγικές επιδόσεις της οικονομίας παραμένουν μακριά από τις πραγματικές δυνατότητές της αλλά και από τις αντίστοιχες επιδόσεις χωρών που ανακάμπτουν από την κρίση. Έτσι, το 2016 οι ελληνικές εξαγωγές αντιπροσώπευαν το 30% του εγχώριου ΑΕΠ, τη στιγμή που στην Πορτογαλία έφτασαν στο 40% (από το 27%). Και οι επενδύσεις καταγράφουν σημαντική υστέρηση καθώς ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου σημείωσε υποχώρηση στο β΄ τρίμηνο του 2017 σε ποσοστό 17,1%.

Ακόμη, στο πεδίο της «μαλακής χρηματοδότησης» (συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα ΕΣΠΑ, αναπτυξιακός νόμος, «πακέτο Γιούνκερ»), η κυβερνητική αναποτελεσματικότητα στερεί από την πραγματική οικονομία απόλυτα αναγκαίους πόρους. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι σήμερα, η χώρα μας έχει απορροφήσει μόλις 159 εκατ. ευρώ (στο μεγαλύτερο μέρος τους αφορούν «ουρές» παλαιότερων προγραμμάτων) από τα συνολικά διαθέσιμα 2,7 δις ευρώ που προορίζονται για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις την προγραμματική περίοδο 2014-2020.

Και βέβαια πρέπει να επισημάνουμε ότι, η κυβέρνηση καθυστερεί ανεπίτρεπτα επί σχεδόν δύο χρόνια στην κατάρτιση μίας ολοκληρωμένης εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής, παρά το γεγονός πως, πέρα από αναγκαιότητα, αποτελεί μνημονιακή της υποχρέωση.

Στη Νέα Δημοκρατία έχουμε επεξεργαστεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο δράσης για την ανάπτυξη της οικονομίας (πτυχές του οποίου έχουν ήδη δοθεί στη δημοσιότητα), με βασικές αιχμές τη δραστική μείωση των φορολογικών και διοικητικών βαρών για τις επιχειρήσεις καθώς και τις κατάλληλες θεσμικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την προσέλκυση επενδύσεων και την προώθηση των εξαγωγών, με προτεραιότητα στην εφαρμογή πολιτικών άμεσης απόδοσης.

Η δημιουργία Αναπτυξιακής Τράπεζας, η ενίσχυση της καινοτομίας με τη δημιουργία incubators, την ενίσχυση των business angels και τη χορήγηση seed capitals στις καινοτόμες ιδέες είναι στοιχεία του προγράμματός μας.

Εμείς, το 2014, είχαμε φτιάξει σαφές νομοθετικό πλαίσιο, όπου στα ΒΙΟΠΑ και στις ΒΙΠΕ, ο φορέας διαχείρισης μπορούσε να αδειοδοτείται για τις χρήσεις εντός του πάρκου ή της περιοχής. Αυτό σήμαινε ότι στη συνέχεια οι επιχειρήσεις θα συναλλάσσονταν μόνο με το φορέα διαχείρισης για να κερδίζουν χρόνο και κόστος. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το κατήργησε και επανέφερε το γραφειοκρατικό καθεστώς του παρελθόντος.

Απαιτείται να μπει ένα τέλος στην υπερφορολόγηση. Στη Νέα Δημοκρατία δεν ισχυριζόμαστε πως είμαστε αλάθητοι στο συγκεκριμένο τομέα. Είχαμε ξεκινήσει, όμως να μειώνουμε φορολογικούς συντελεστές. Σήμερα, η λογική «λιγότεροι φόροι – λιγότερες δαπάνες» βρίσκεται στον πυρήνα της κυβερνητικής μας πρότασης.

Χρειαζόμαστε μια ριζικά διαφορετική προσέγγιση στην ασκούμενη φορολογική πολιτική, που θα λειτουργήσει συμπληρωματικά στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και θα σταματήσει να βλέπει τις επιχειρήσεις αποκλειστικά σαν δεξαμενή άντλησης φόρων.

Μια από τις χρήσιμες προτάσεις σε αυτή την κατεύθυνση, είναι η υιοθέτηση του μέτρου των υπεραποσβέσεων, που ο ΣΕΒ ανέδειξε.

Η φορολογία μπορεί να έχει αναπτυξιακό χαρακτήρα αν συνδεθεί καλύτερα με τον αναγκαίο μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, ενθαρρύνοντας τις επενδύσεις των επιχειρήσεων σε στοχευμένες κατηγορίες παγίων, που μπορούν να εκσυγχρονίσουν την παραγωγική μας βάση και να κάνουν πιο ανταγωνιστικές τις ελληνικές επιχειρήσεις στο διεθνές περιβάλλον.

Για τη Νέα Δημοκρατία, το εμπόριο και η βιομηχανία θα βρίσκονται στην αιχμή του σχεδίου ανάπτυξης. Οραματιζόμαστε μια Ελλάδα με περισσότερες βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις που παράγουν κέρδη. Κέρδη που να επανεπενδύονται ώστε να μετατρέπονται σε περισσότερες δουλειές, άρα σε περισσότερα δημόσια έσοδα.

Απαιτείται αναπτυξιακή έκρηξη με αιχμή τις ιδιωτικές επενδύσεις ώστε να δίδονται στους νέους ευκαιρίες απασχόλησης με υψηλότερα εισοδήματα και καλύτερες προοπτικές, για να υπάρχει και το κίνητρο εκπαίδευσης και κατάρτισης. Οι νέοι πρέπει να έχουν δουλειά και όχι βοηθήματα από δημόσια προγράμματα κοινωφελούς εργασίας. Άλλωστε, η βιομηχανία είναι από τους μεγαλύτερους εργοδότες της χώρας, προσφέρει παραδοσιακά καλύτερες αμοιβές, ποιοτικές και πιο σταθερές θέσεις εργασίας, προοπτικές καριέρας για τους νέους επιστήμονες και είναι ένας κλάδος που μπορεί ουσιαστικά να συμβάλει στην ανάσχεση του brain drain.

Μόνον έτσι η Ελλάδα θα μεταβεί από το σημερινό μοντέλο διανομής φτώχειας στο αυριανό μοντέλο παραγωγής πλούτου, στην παραγωγική Ελλάδα. Πιστεύουμε ότι η ελεύθερη ανταγωνιστική οικονομία θα αναδείξει τα πιο υγιή και δημιουργικά γνωρίσματα των Ελλήνων».

Μετάβαση στο περιεχόμενο