Παρέμβαση στη Βουλή στη συζήτηση επί του Σχεδίου Νόμου του Υπoυργείου Οικονομικών «Φορολογική μεταρρύθμιση με αναπτυξιακή διάσταση για την Ελλάδα του αύριο»

Έχουμε μπροστά μας την ενημέρωση στο Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής και κατά συνέπεια θα τα πούμε εκεί. Απλώς θα ήθελα, στον συνεορτάζοντά μου κ. Πρόεδρο, στον οποίο εύχομαι και από μικροφώνου, αφού του ευχήθηκα εκ του σύνεγγυς χρόνια πολλά και καλά, να απαντήσω μερικά πράγματα.

Κατ’ αρχήν, νομίζω ότι συμφωνούμε όλοι στην αίθουσα σε αυτό το οποίο είπε ο Πρωθυπουργός. Δηλαδή, ότι τα θέματα εξωτερικής πολιτικής αποτελούν μία ειδική κατηγορία, στα οποία ο διάλογος θα πρέπει να διεξάγεται με αίσθηση της βαρύτητας του αντικειμένου και να υπάρχουν και να προάγονται οι εθνικές συναινέσεις. Νομίζω ότι αυτό είναι κάτι που περίπου το έχουμε κατακτήσει.

Και θα μου επιτρέψετε κ. Πρόεδρε, να σας πω ότι, πραγματικά για εμάς υπήρξε έκπληξη, και όχι ευχάριστη, η τοποθέτηση του πρώην πρωθυπουργού ακριβώς λίγα λεπτά πριν αρχίσει η συνάντηση με τον Πρόεδρο της Τουρκίας. Μια συνάντηση η οποία, ας μη κοροϊδευόμαστε, επρόκειτο να διεξαχθεί σε ένα κλίμα βεβαρημένο, σε ένα κλίμα βεβαρημένο από τις πρόσφατες ενέργειες της Τουρκίας σε σχέση με το μνημόνιο, το οποίο υπέγραψε με τον κ. Sarraj, αλλά επίσης και από τη συμπεριφορά της στο μεταναστευτικό.

Ευχόμαστε και θα συνεχίσουμε να ευχόμαστε να υφίσταται εθνική ομόνοια και να μην υπάρχουν τέτοιες τοποθετήσεις σε τόσο κρίσιμα για τη χώρα, όχι για την Κυβέρνηση μόνο για τη χώρα και αυτό είναι το σημαντικό χρονικά σημεία. Στην κριτική, την οποία εμμέσως, οφείλω να πω με νηφαλιότητα ασκήσατε, όσον αφορά το πώς η Κυβέρνηση βλέπει αυτό το μνημόνιο.

Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι, δεν το υποτιμάμε καθόλου, ίσα ίσα το θεωρούμε κλιμάκωση από την τουρκική πλευρά, αλλά είμαστε απολύτως υποχρεωμένοι και νομίζω το συμμεριζόμαστε όλοι μας σε αυτή την αίθουσα να υπογραμμίζουμε και τα ουσιαστικά ζητήματα νομιμοποίησης που ακυρώνουν την ίδια την ύπαρξή του.

Η ελληνική πλευρά δεν είναι καθόλου διατεθειμένη να αποδεχτεί ότι αυτό το κείμενο αποτελεί ένα έγκυρο νομικό κείμενο, το οποίο υπεγράφη μεταξύ δύο άλλων χωρών. Όχι μόνο επειδή αυτό είναι το εθνικό συμφέρον, που αυτό είναι προφανές, αλλά επειδή αυτό είναι το ορθό. Και καταλαβαίνετε, και γι ’αυτό δεν θέλω να επεκταθώ στην Εθνική Αντιπροσωπεία, θα τα πούμε πολύ πιο ανοιχτά και πολύ πιο καθαρά στο Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής, ότι υπήρχε μια προφανής προεργασία. Την είδατε αυτή την προεργασία, πως εξελίχθηκε αμέσως μετά την ανακοίνωση της Τουρκίας ότι είχε υπογράψει το συγκεκριμένο μνημόνιο. Και μάλιστα είχε προϋπάρξει και σωρεία ενεργειών για την αποτροπή.

Όμως, λόγω των συνθηκών επί του εδάφους της Λιβύης, ο κ. Sarraj -και ο Υπουργός Εξωτερικών, κ. Siala, ο οποίος σε μένα είχε δώσει, τον Σεπτέμβρη στη Νέα Υόρκη τη διαβεβαίωση ότι αυτό το κείμενο απέχει, και ως σκέψη, της διεθνούς νομιμότητας και δεν πρόκειται να υπογραφεί- εσύρθη να υπογράψει στην Κωνσταντινούπολη αυτό το φερόμενο ως μνημόνιο.

Όμως, ξαναλέω, δεν το υποτιμάμε καθόλου. Αλλά δεν είμαστε, κυρίες και κύριοι συνάδελφο, και καθόλου διατεθειμένοι να συζητήσουμε γι’ αυτό ως εάν να επρόκειτο περί ενός έγκυρου κειμένου.

Έρχομαι τώρα στα μέτρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση στο Συμβούλιο Υπουργών έχει πάρει απόφαση για κυρώσεις. Κυρώσεις κατά φυσικών και νομικών προσώπων και είναι στο στάδιο της εξειδίκευσης κατά ποιων φυσικών και ποιων νομικών προσώπων θα ληφθούν αυτά τα μέτρα.

Δεν υπάρχει καμία υστέρηση ως προς αυτό. Όσον αφορά δε τις Ηνωμένες Πολιτείες, γνωρίζετε ότι το κλίμα στο Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, στα νομοθετικά σώματα, είναι εξαιρετικά βαρύ για την Τουρκία.

Το Υπουργείο Εξωτερικών εξέδωσε την ανακοίνωση, στην οποία χρησιμοποιεί βαρύ λεξιλόγιο και έγινε η ανακοίνωση αυτή ώρες μετά τη συνάντηση του Προέδρου Ερντογάν με τον Πρόεδρο Τραμπ στο Λονδίνο.

Λοιπόν, οφείλω να σας πω ότι αισθανόμαστε ότι η χώρα χρησιμοποιεί τα ερείσματά της κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Καταλήγω στο ζήτημα της ασυνεννοησίας, κ. Πρόεδρε, το οποίο είμαι υποχρεωμένος να απαντήσω.

Κύριε Πρόεδρε, εμείς δεν είμαστε διατεθειμένοι να συζητήσουμε με οποιονδήποτε ότι ελληνικό κόμμα έχει σχέσεις με την τρομοκρατία. Δεν αποτελεί αυτό θέση της Κυβέρνησης της χώρας.

Ερχόμαστε, λοιπόν, στο ζήτημα των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Κατ’ αρχήν, ξαναλέω, είναι αρμοδιότητα του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, αλλά η ευθύνη της εξωτερικής πολιτικής της χώρας είναι στο Υπουργείο Εξωτερικών και στον Πρωθυπουργό. Δεν υπήρξε καμία κυβερνητική πηγή, ούτε από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας ούτε από το Υπουργείο Εξωτερικών που να ανακοίνωσε τη διακοπή των συζητήσεων για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης αρμοδιότητας του Υπουργείου Άμυνας. Θα ήταν και λάθος μεγάλο. Έχουμε συμφωνήσει όλοι ότι, παρά την κρίση, οφείλουμε να συζητάμε. Γιατί, είναι ο μόνος τρόπος αποκλιμάκωσης της έντασης. Πράγματι υπήρξαν δημοσιογραφικές πληροφορίες, ειλικρινά σας λέω δεν έχω ιδέα από που προερχόμενες, οι οποίες για ένα δίωρο έπαιζαν κάτι το οποίο δεν υπήρχε ως πραγματικότητα.

Αλλά δεν υπάρχει, και σας παρακαλώ ελέγξτε το, καμία κυβερνητική θέση, καμία κυβερνητική θέση, εκφρασμένη από οιονδήποτε στην Κυβέρνηση, από οποιοδήποτε και από τα δύο Υπουργεία, είτε από το Άμυνας, είτε από το Εξωτερικών που να ομιλεί περί διακοπής των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα ήθελα να σας παρακαλέσω για το εξής, και σας το λέω ως γενική θέση, θα επιχειρήσω, κατ’ εντολή του Πρωθυπουργού, το διάστημα που ασκώ τα καθήκοντα που μου ανατέθηκαν να χρησιμοποιώ λεξιλόγιο, εκφράσεις, ύφος που προσιδιάζουν στο έργο και στη δυσκολία των στιγμών. Θα προσπαθήσω, επίσης, να μην οξύνω την κομματική αντιπαράθεση στο ελάχιστο. Σας παρακαλώ μόνο σταθμίστε αυτά που θα σας πω και τα λέω ως περιγραφή πραγμάτων και όχι ως κριτική, ό,τι έγινε έγινε, εκρίθη στις εκλογές.
Το προβληματικό της κατάστασης και της διγλωσσίας υφίστατο επί προηγούμενης Κυβέρνησης υπό την εξής έννοια: Το Υπουργείο Εξωτερικών και το Υπουργείο Άμυνας διαχειριζόντουσαν την Εξωτερική Πολιτική ως δύο διακριτές οντότητες. Είχε άλλη εξωτερική πολιτική το Υπουργείο Εξωτερικών και άλλη εξωτερική πολιτική το Υπουργείο Άμυνας. Και οι δύο αυτοί φορείς, και το ξέρετε κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν επικοινωνούσαν. Και χρειαζόταν το Γραφείο του Πρώην Πρωθυπουργού να λειτουργεί, υπό τον Διπλωματικό Σύμβουλο του Πρώην Πρωθυπουργού, υπό μορφήν πυροσβεστικής εξωτερικής πολιτικής.

Άρα, μου επιτρέπετε να σας πω, με όλο το σεβασμό, ότι είναι άδικο να εκπέμπονται κατηγορίες κατά αυτής της Κυβέρνησης για ασυνεννοησία. Εν πάση περιπτώσει, οφείλω να επαναλάβω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αυτό που είπα και στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης. Στο θέμα της εξωτερικής πολιτικής, η Κυβέρνηση και ακούει και συνεννοείται με τα κόμματα, σε όλα προφανώς. Απλά αυτό είναι το χαρτοφυλάκιό μου και γι’ αυτό τοποθετούμαι περιοριστικά γι’ αυτό. Δεν έχω τη δυνατότητα να τοποθετηθώ για τα άλλα, υπάρχουν οι αρμόδιοι Υπουργοί. Και συνεννοείται με την αντιπολίτευση. Η κόκκινη γραμμή για την Κυβέρνηση στο δημόσιο διάλογο για την εξωτερική πολιτική είναι ο λαϊκισμός και η πατριδοκαπηλία.

Από κει και πέρα είμαστε απολύτως στη διάθεση και των κομμάτων και της Εθνικής Αντιπροσωπείας για συνεννόηση και συναινέσεις, γιατί αυτό είναι απαραίτητο και αυτό είναι το εθνικό μας συμφέρον.

Μετάβαση στο περιεχόμενο