“Πρέπει να εφαρμόσουμε τους νόμους του κράτους προς όλους, χωρίς υποσημειώσεις και δεύτερες σκέψεις.”

Σημεία Εισήγησης του Υπουργού Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη κ. Νικολάου Δένδια στην ημερίδα με θέμα «Η σύγχρονη εγκληματικότητα και η αντιμετώπισή της» την οποία διοργάνωσαν το Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής, το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.

 

Αυτό που γίνεται, που έγινε, από το 1974 μέχρι σήμερα, η προσπάθεια να κουκουλώνουμε τις επιλογές, να μην κάνουμε τις σκληρές επιλογές που απαιτούνται, νομίζω ότι είναι μία από τις αιτίες που οδήγησε τη χώρα στα αδιέξοδα που βιώνουμε σήμερα. Εδώ, στην πρωτεύουσα του κράτους, αντιμετωπίστηκε μια τεράστια πρόκληση, την οποία νομίζω τη ζήσατε όλοι. Και ποια είναι αυτή; Το κέντρο της πόλης, το κέντρο της πρωτεύουσας ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους, μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης να κινδυνεύει να γίνει μία καθολική εστία ανομίας. Ένας χώρος, στον οποίο ένας μέσος πολίτης δεν έχει τη δυνατότητα απόλαυσης των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων του, της ασφάλειας, της ασφάλειας της περιουσίας του, της προστασίας της ζωής του.

Αυτό το ζήσαμε όλοι. Το ερώτημα είναι, η ελληνική κοινωνία, το ελληνικό κράτος, η δημοκρατική πολιτεία, έχει ή δεν έχει υποχρέωση να αντιδράσει σε αυτό το φαινόμενο; Συνιστά ή δεν συνιστά συνταγματική υποχρέωση του ελληνικού κράτους να αντιδράσει σε αυτό το φαινόμενο; Να αποκαταστήσει την ευνομία; Και ξέρετε, η ευνομία δεν είναι μία γενική αναζήτηση. Η ευνομία σε ένα δημοκρατικό κράτος είναι σαφώς περιγεγραμμένη. Αφορά στο πλαίσιο του Συντάγματος και των Νόμων, όπως έχουν ψηφισθεί από τα νομοθετικά σώματα. Δεν έχουμε την ευχέρεια να επιλέγουμε νόμους ή να λέμε ότι ο ένας εφαρμόζεται, ο άλλος δεν εφαρμόζεται. Αυτό το οποίο προβάλλεται ως “μηδενική ανοχή”, στην πραγματικότητα συνιστά την ελάχιστη απαίτηση, τον ελάχιστο παρανομαστή. Να εφαρμόσουμε αυτό το οποίο συνιστά την συνθήκη της κοινής μας διαβίωσης και επιβίωσης, τους νόμους του κράτους. Τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο. Και να τους εφαρμόσουμε έναντι όλων, οπουδήποτε, χωρίς υποσημειώσεις, χωρίς δεύτερες σκέψεις.

Αυτό είναι το οποίο επιχειρείται. Αφενός, όσον αφορά στο μεταναστευτικό. Το μεταναστευτικό είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο πρόβλημα. Όμως δεν είναι άλυτο, αποδείχτηκε ότι δεν είναι άλυτο. Τα σύνορα της χώρας, τα σύνορα στον Έβρο, δεν είναι κατ’ ανάγκη σύνορα τα οποία οποιοσδήποτε περιπατητής θέλει, τα διαπερνά και εισέρχεται στην Ελλάδα. Είναι σύνορα τα οποία μπορούν να ελεγχθούν και να προστατευτούν και αυτό αποδείχθηκε. Βεβαίως, με οικονομικό κόστος, βεβαίως με προσπάθεια, είναι κάτι όμως το οποίο γίνεται. Το κέντρο της πρωτεύουσας δεν είναι ένας χώρος περιπατητικός για όλους τους παράνομους μετανάστες της υφηλίου που επιθυμούν να έρθουν εδώ. Είναι ένας χώρος, ο οποίος μπορεί να επιτηρηθεί και οι νόμοι μπορούν να εφαρμοστούν. Και αυτό γίνεται.

Οποιοσδήποτε έχει μια αναζήτηση και αυτοπεριγράφεται ως “συνιστώσα”, δεν έχει αυτονόητα το δικαίωμα να καταλαμβάνει όποιο δημόσιο κτίριο βρίσκει μπροστά του. Ούτε μπορεί οποιοσδήποτε να εγκαθίσταται σε ένα κτίριο για 30 χρόνια, να προβαίνει σε όποιες πράξεις θέλει εκεί και από εκεί και πέρα να διεκδικεί ότι αυτό συνιστά απόλυτα δημοκρατικό του δικαίωμα, το οποίο το κράτος πρέπει να το ανεχθεί. Και αυτό, μία ευνομούμενη πολιτεία μπορεί να το αντιμετωπίσει και σε ένα βαθμό το αντιμετώπισε και θα συνεχίζει να το αντιμετωπίζει».

Ούτε ολόκληρες συνοικίες σε μια πρωτεύουσα ενός δημοκρατικού κράτους μπορούν και επιτρέπεται να συνιστούν άβατο για τον κοινό πολίτη και για την αστυνομία του κράτους. Ούτε αυτό πρόκειται μεσοχρόνια να γίνει ανεκτό.

Η Αθήνα πρέπει να γίνει μια σύγχρονη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, υπό την έννοια ότι εφαρμόζονται οι νόμοι που ψηφίζονται στη Βουλή των Ελλήνων. Ότι διατάξεις που ψηφίζει το δικό σας Δημοτικό Συμβούλιο, κύριε Δήμαρχε, εφαρμόζονται παντού μέσα σε αυτό το γεωγραφικό χώρο και διέπουν τις σχέσεις των ανθρώπων που κατοικούν σε αυτό. Αυτό δεν είναι ένα τεράστιο ιδεολόγημα, κατέληξε όμως στην Ελλάδα να φαίνεται ένα απίστευτο επίτευγμα ακόμα και η προσπάθεια υλοποίησής του.

Ήρθε η ώρα, η χώρα να κλείσει τους λογαριασμούς που μένουν ανοιχτοί από το ‘74 – ‘75 μέχρι σήμερα, είτε αυτοί λέγονται ανομία είτε αυτοί λέγονται καταλήψεις. Είτε αυτοί λέγονται μεταναστευτικό είτε μιλάμε για το άγος της Μarfin. Όλα αυτά πρέπει να βρουν το δρόμο τους. Και ο δρόμος τους μπορεί και πρέπει να είναι μόνο ένας, η εφαρμογή των νόμων προς όλους.

Μετάβαση στο περιεχόμενο