Σημεία συνέντευξης στον ραδιοφωνικό σταθμό “Αθήνα 984” και στην εκπομπή “Τι τρέχει;”, των δημοσιογράφων Γιάννη Λαυράνου και Νίκου Καρούτζου

Ο υποψήφιος Βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας στον Νότιο Τομέα (Β3) της Β΄ Αθηνών, Νίκος Δένδιας, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό “Αθήνα 984” και στην εκπομπή “Τι τρέχει;” , των δημοσιογράφων Γιάννη Λαυράνου και Νίκου Καρούτζου, ανέφερε μεταξύ άλλων:

• Δεν είμαι έτοιμος να μπω στο μυαλό του Τούρκου Προέδρου. Ο Τούρκος Πρόεδρος είναι και ένας χαρακτήρας εξωστρεφής και καμιά φορά οι αντιδράσεις του σε κάτι που αυτός έχει προσλάβει ως όχληση είναι “περίεργες”. Εγώ αυτό που πάντα λέω είναι να περιμένουμε να υπάρχει σταθερή κυβέρνηση στην Ελλάδα, όπως υπάρχει πια και στην Τουρκία. Και από εκεί και πέρα να δούμε το “θερμόμετρο” των ελληνοτουρκικών σχέσεων, να δούμε εάν η Τουρκία θέλει αυτό το παράθυρο που έχει ανοίξει μετά τους σεισμούς να γίνει πόρτα ή αν θα εμείνει στις γνωστές θέσεις και από εκεί και πέρα θα πάμε σε μια διαδικασία διαχείρισης ενός πάγιου προβλήματος. Νομίζω ότι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε από την ελληνική πλευρά είναι αυτό το διάστημα να κρατήσουμε χαμηλά τους τόνους και να μην – εξαιτίας της προεκλογικής εδώ ατμόσφαιρας – βάλουμε τα ελληνοτουρκικά μέσα στο ήδη αρκετά “ζεστό” κλίμα του εσωτερικού διαλόγου.

• (Για το ενδεχόμενο βελτίωσης των σχέσεων με την Τουρκία και επίλυσης της διαφοράς ): Μάλιστα, το πιστεύω απολύτως, αλλά αυτό προϋποθέτει ότι η Τουρκία έχει να κάνει μια πολύ βασική επιλογή: Να προτάξει τις καλές σχέσεις με την Ελλάδα, με την Ευρώπη και τη Δύση. Εάν αυτό το κάνει, από εκεί και πέρα τα άλλα μπορούν να μπουν στη σειρά και εγώ είμαι από αυτούς που θεωρούν ότι η ελληνοτουρκική διαφορά είναι απολύτως επιλύσιμη, μέσα στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου και του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας. με απόλυτη κατανόηση ότι και η Τουρκία είναι ένα παράκτιο κράτος στην Ανατολική Μεσόγειο, το καταλαβαίνουμε όλοι αυτό. Αλλά επικυριαρχία στο μισό Αιγαίο; Αυτά είναι πράγματα που καταλαβαίνετε ότι εκφεύγουν της κοινής λογικής.

• Ο καθένας που πολιτεύεται πρέπει να υπηρετεί το εθνικό συμφέρον όπως αυτός το προσλαμβάνει και βεβαίως όπως η ελληνική κοινωνία το προσυπογράφει. Εγώ πάντως έκανα δύο Συμφωνίες και μία τρίτη, γιατί βάζω και με την Αλβανία – που ήταν σε προχωρημένο στάδιο. Η ελληνική κοινωνία νομίζω κατάλαβε μια χαρά και σε αυτές τις περιπτώσεις ποιο ήταν το εθνικό συμφέρον και τι έπρεπε να υπηρετηθεί σε κάθε περίπτωση. Δεν είδα ούτε να με λένε “προδότη”, ούτε να με λένε “μειοδότη”, ούτε να με κρεμάνε ανάποδα στο Σύνταγμα, ούτε να βρίζουν τον Πρωθυπουργό που μου έκανε την τιμή να διαπραγματευτώ αυτές τις Συμφωνίες και ο ίδιος, με τη δική του βούληση, να μου επιτρέψει να τις συνάψω. Μια χαρά τα πήγαμε και πάντα οι δείκτες της εξωτερικής πολιτικής, όσον αφορά την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, ήταν εξαιρετικά υψηλοί. Πιστεύω ότι ο κόσμος καταλαβαίνει. Βεβαίως όμως, να είμαστε συνεννοημένοι, τι καταλαβαίνει; Καταλαβαίνει όταν μία συμφωνία υπηρετεί το εθνικό συμφέρον, υπάρχουν και συμφωνίες που δεν θα το υπηρετούσαν. Εάν πάμε να συνομολογήσουμε μόνοι μας αυτό που θα παθαίναμε αν χάναμε πόλεμο – μακριά το κακό – τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος. Αυτό δεν είναι συμφωνία ή εν πάση περιπτώσει είναι λεόντεια συμφωνία.

• (Για το ζήτημα της Ροδόπης): Έχω υιοθετήσει μία λογική που είχα, δεν είμαι πια Υπουργός Εξωτερικών, αλλά δύσκολα βγαίνει το μυαλό μου από τον τρόπο που εκφράζεται κανείς όταν έχει αυτή τη θέση. Άρα, μου επιτρέπεται να έχω πάντα μία πιο γενική προσέγγιση στα πράγματα και να προσέχω τι λέω. Νομίζω ότι η Νέα Δημοκρατία έχει πολύ κάθετα τοποθετηθεί διά του στόματος του Πρωθυπουργού, πρώην Πρωθυπουργού και μέλλοντος Πρωθυπουργού για τα λέμε σωστά, και του εκπροσώπου της Νέας Δημοκρατίας, του κ. Σκέρτσου πολύ καθαρά. Το “μπαλάκι” δεν είναι στη δική μας αυλή. Είναι στην αυλή του ΣΥΡΙΖΑ και η επιστροφή λογικών επιχειρημάτων με υβρεολόγια, πάλι δεν νομίζω ότι βοηθάει. Επίσης υπάρχουν αρκετά στοιχεία, νομίζω πρόδηλα, προφανή, κατανοητά, που επιτρέπουν στον καθένα να καταλήξει στα συμπεράσματά του. Δεν χαίρομαι καθόλου για ό,τι έχει συμβεί και δεν χαίρομαι καθόλου που αυτό είναι αντικείμενο που αναγκαζόμαστε να θέσουμε στην προεκλογική εκστρατεία. Αλλά είναι εκεί, μην κοροϊδευόμαστε τώρα.

• Εναπόκειται στον ΣΥΡΙΖΑ να τακτοποιήσει τα του οίκου του. Δεν είμαι εγώ, ούτε διεκδικώ γνώση, αυτός που θα υποδείξει στον αρχηγό της Αξιωματικής αντιπολίτευσης ή σε ένα κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ τι πρέπει να κάνει για να τακτοποιήσει τα του οίκου του. Όμως, ότι υπάρχει ανάγκη τακτοποίησης του οίκου του νομίζω ότι αυτό το καταλαβαίνει ο οποιοσδήποτε στην ελληνική κοινωνία και το λέω με τον πιο χαμηλότονο, ήρεμο, μετριοπαθή τρόπο που μπορώ να εκφράσω τη σκέψη μου. Δεν θέλουμε εμείς να τους πούμε. Πρέπει οι ίδιοι όμως κάτι να κάνουν.

• Η ισονομία και η ισοπολιτεία στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης – η Ελλάδα είναι στην Ευρωπαϊκή Ένωση – είναι δεδομένη και ουδείς μπορεί να την παραβιάσει. Να είμαστε συνεννοημένοι. Ούτε εγώ «αγοράζω» αυτά που εγράφησαν ότι η κα Μπακογιάννη ή ο κ. Σκέρτσος ή ο οποιοσδήποτε από τη Νέα Δημοκρατία απείλησε τη μειονότητα. Δεν είμαστε κόμμα παραφρόνων και ξέρουμε πολύ καλά το πλαίσιο πάνω στο οποίο δραστηριοποιούμαστε: Είναι το ευρωπαϊκό πλαίσιο.

• Αυτό το οποίο εμείς ζητάμε και το λέω πάλι με όλη την μετριοπάθεια είναι: Ποιο είναι το κριτήριο κάθε επιλογής; Τι λέμε ότι υπηρετεί; Το εθνικό συμφέρον, όπως το βλέπει ο καθένας το εθνικό συμφέρον αλλά το εθνικό συμφέρον. Τελεία. Αυτό. Εάν αυτό το κριτήριο είναι υπό αμφισβήτηση κ. Λαυράνο και κ. Καρούτζο, υπάρχει ένα ζήτημα εδώ. Και ξαναλέω, με συγχωρείτε που είμαι τόσο προσεκτικός, καταλαβαίνω ότι η ακροαματικότητα υπηρετείται από πολύ πιο οξείες τοποθετήσεις, αλλά πρέπει να λέμε τα πράγματα με έναν τρόπο που να επιτρέπει και στην άλλη πλευρά την υποχώρηση, αν επιλέξει να επανέλθει στην λογική.

• Επ’ αυτού έχω τοποθετηθεί ευθέως και χαίρομαι γιατί και ο Πρωθυπουργός απολύτως επικρότησε αυτή την άποψη. Την είχε ήδη, δεν θέλω να πω την ενστερνίστηκε, την είχε ήδη ακόμη και πριν την εκφράσω. Τι ήταν αυτό; Θυμάστε ότι είχαν γίνει διάφορες συζητήσεις περί «180», «συνταγματικής αναθεώρησης» κλπ, και θυμάστε με ποιον κάθετο τρόπο. Ίσως, ως πολιτική στόχευση θα μπορούσε να υπάρχει και ως διακύβευμα στο εκλογικό σώμα θα μπορούσε να τεθεί. Η Νέα Δημοκρατία δεν το έκανε αυτό. Άρα τα περί «μονοκρατορίας» και διάθεσης επικυριαρχίας στο πολιτικό σκηνικό, η Νέα Δημοκρατία δεν τα ενστερνίζεται και δεν τα επιδιώκει. Τι επιδιώκει; Να έχει μία επαρκή πλειοψηφία για να εφαρμόσει το κυβερνητικό της πρόγραμμα. Αυτό επιδιώκει. Νομίζω ότι είναι μια σεμνή, λογική, σοβαρή προσέγγιση. Δεν μπορούμε εμείς να απολογηθούμε για την πλήρη αδυναμία της Αντιπολίτευσης να πείσει ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Δηλαδή, στην πραγματικότητα, τι μας ζητείται; Να κάνουμε τον ρόλο μας ως κυβέρνηση αλλά να χρίσουμε και… αντιπολίτευση ώστε να είμαστε μια δημοκρατικά επαρκής κυβέρνηση. Ε, πώς να το κάνουμε αυτό το πράγμα, πέστε μου. Να στείλουμε ομάδα στον ΣΥΡΙΖΑ να βοηθήσει την προεκλογική τους εκστρατεία; Τι να κάνουμε δηλαδή; Να μην πείθουμε τον κόσμο, να του λέμε «μην μας ψηφίσεις, όχι δεν σε θέλουμε»; Δηλαδή εγώ εκεί που έτρεχα σε όλη τη Β3 Αθηνών και τους έλεγα «δώστε μου έναν σταυρό», τώρα να τους λέω «όχι μην μου δώσετε σταυρό, ψηφίστε τον ΣΥΡΙΖΑ γιατί διακυβεύεται κλπ…». Ε, πώς να το κάνουμε αυτό το πράγμα;

• (Για το εάν θα ήθελε να είναι Υπουργός Εξωτερικών σε νέο κυβερνητικό σχήμα της Νέας Δημοκρατίας): Εάν σας απαντήσω με ένα «ναι» ή με ένα «όχι», στην πραγματικότητα θα προκαταλάβω κάτι το οποίο δεν έχω καμία διάθεση να πράξω. Είναι συνταγματική προνομία του Πρωθυπουργού να επιλέγει την κυβέρνηση και να προτείνει σε αυτούς που κρίνει να γίνουν υπουργοί του. Ο δικός τους ρόλος υπάρχει μόνον αφού δεχτούν πρόταση. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είναι σιωπηροί αποδέκτες, διότι έτσι προβλέπει το Σύνταγμα. Αυτό είναι. Έτσι δουλεύει το σύστημα. Τώρα, ποιος ολοκλήρωσε, ποιος δεν ολοκλήρωσε και αν εγώ ολοκλήρωσα ή δεν ολοκλήρωσα το έργο μου, νομίζω η κοινωνία πολύ λίγο ενδιαφέρεται ξέρετε. Δεν νομίζω καν να το έχει στο μυαλό της.

• Εδώ βλέπουμε να αναδύονται διάφορες δυνάμεις, φαντάζομαι σε έναν βαθμό εξαιτίας του μεγάλου κενού που δημιουργεί η εκλογική καταβαράθρωση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Εάν υπήρχε κάτι άλλο εκεί νομίζω ότι όλες αυτές οι δυνάμεις θα ήταν πολύ πιο περιορισμένες. Από εκεί και πέρα, από την εποχή του Διαφωτισμού και μετά, το μόνο όπλο που διαθέτει ο οποιοσδήποτε που πολιτεύεται είναι η λογική. Δηλαδή, το να απευθύνεται στην κοινωνία με όρους λογικής. Δεν νομίζω ότι μπορούμε να φύγουμε από αυτό. Εμείς, αν φύγουμε από αυτό, εμείς θα χάσουμε. Τώρα, εάν στις λογικές προτάσεις δεν δεχόμαστε επίσης λογικό αντίλογο, νομίζω ο τελικός κριτής αυτού του διαλόγου είναι πάντα η κοινωνία και πάντα η κοινωνία έχει δίκιο ξέρετε. Πιστεύω όμως ότι όπως αποδείχτηκε μακροπρόθεσμα, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι θύμα αυτής της κατάστασης. Όταν δεν επιλέγεις να πολιτευτείς με όρους λογικής και με όρους σοβαρότητας, τότε στο τέλος στης ημέρας την πληρώνεις πάρα πολύ άσχημα. Μπορεί να έχεις ένα διάστημα που «λάμπεις», πάντα και ο παραλογισμός έχει κενά, άρα οι οποιεσδήποτε δυνάμεις μπαίνουν στο πολιτικό σκηνικό, εάν δεν μπουν με όρους λογικής και σοβαρότητας, αλλά μπουν με όρους εντυπώσεων, παραλογισμού και λαϊκισμού, νομίζω ότι ο βίος τους δεν θα είναι μακρύς.

Μετάβαση στο περιεχόμενο