Συνέντευξη στην εφημερίδα “Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής” και στον δημοσιογράφο Αποστόλη Χονδρόπουλο

Κύριε υπουργέ, το βήμα που έγινε στο Βερολίνο θέτει, πιστεύετε, ισχυρές βάσεις για επίλυση της λιβυκής κρίσης;

Τα αποτελέσματα της Διάσκεψης του Βερολίνου είναι ένα πρώτο διστακτικό θετικό βήμα για την επίλυση της Λιβυκής κρίσης. Κατά τη Διάσκεψη επιβεβαιώθηκε η θέληση όλων των πλευρών για την επίτευξη πολιτικής λύσης και η ανάγκη απόλυτης εφαρμογής του εμπάργκο όπλων στη Λιβύη. Όμως, είναι, ακριβώς, ένα πρώτο βήμα και όχι η κατάληξη της διαδικασίας. Περιμένουμε να δούμε πώς θα εξελιχθεί η λεγόμενη «Διαδικασία του Βερολίνου» και αναμένουμε να προσφέρουμε σε αυτή. Η Ελλάδα έπαιξε εξαιρετικά εποικοδομητικό ρόλο το διάστημα ακριβώς πριν τη Διάσκεψη, μέσω της ενεργητικής της διπλωματίας και των επαφών της με τον Στρατάρχη Haftar – τον οποίο παροτρύναμε να επιδείξει θετικό πνεύμα κατά τις διαπραγματεύσεις – και τα κράτη της περιοχής. Από εκεί και πέρα κρίνουμε θετικά πιθανή επανενεργοποίηση και διεύρυνση της επιχείρησης «Σοφία», υπό οποιοδήποτε νέο όνομα, για την επιτήρηση της επιβολής του εμπάργκο όπλων στη Λιβύη, καθώς και την πιθανή αποστολή ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ. Η Ελλάδα είναι έτοιμη να συνεισφέρει σε αμφότερες τις πρωτοβουλίες.

Η Ελλάδα στηρίζει την προοπτική πολιτικής λύσης στη Λιβύη. Τι περιεχόμενο μπορεί να έχει αυτή σε σχέση με τα δύο μνημόνια Τουρκίας- Λιβύης;

Τα μνημόνια της Τουρκίας με την Κυβέρνηση της Τρίπολης δεν μπορούν να έχουν θέση στην πολιτική λύση της Λιβυκής κρίσης. Αφενός μεν, διότι έχουν συναφθεί με παράνομο τρόπο, αφετέρου δε, διότι το ίδιο το περιεχόμενό τους αντίκειται στο Διεθνές Δίκαιο και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ως εκ τούτου, είναι άκυρα και ως τέτοια δεν μπορούν να έχουν έννομα αποτελέσματα. Αυτό δεν είναι άποψη μόνο της Ελλάδας, αλλά και της λιβυκής Βουλής των Αντιπροσώπων, του μοναδικού δηλαδή εκλεγμένου και διεθνώς αναγνωρισμένου πολιτειακού οργάνου, η οποία κατανοεί ότι τα μνημόνια αυτά είναι επιβλαβή για τη χώρα και τους πολίτες της. Αυτής της άποψης είναι και πολλές άλλες χώρες, όπως η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία, το Μαρόκο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Ισραήλ, οι ΗΠΑ αλλά και το σύνολο των κρατών-μελών της Ε.Ε. Θα πρέπει να τονίσω, πάντως, ότι θεωρούμε περίπου ακατανόητη τη μη αναφορά στην ακυρότητα των μνημονίων στα συμπεράσματα της Διάσκεψης του Βερολίνου και την ανεπαρκή επιμονή σε αυτό από τους αξιωματούχους της Ε.Ε. που παρίσταντο στη Διάσκεψη. Στην ουσία όμως και τα μνημόνια αποτελούν ωμή έξωθεν παρέμβαση στη Λιβύη. Η υπεράσπιση της κοινής ευρωπαϊκής θέσης, όπως αυτή ελήφθη στο τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, μας δεσμεύει όλους με τον πιο απόλυτο τρόπο.
Μετά την απουσία από την πρόσφατη διάσκεψη- για την οποία εκφράσατε ενόχληση, αλλά δεχθήκατε και κριτική από την αξιωματική αντιπολίτευση- δημιουργούνται, πιστεύετε, προϋποθέσεις για να είναι η Ελλάδα παρούσα στα επόμενα στάδια της διαδικασίας;

Η Ελλάδα έχει επιδείξει ενεργό και εποικοδομητικό πνεύμα καθ’ όλη την περίοδο προ της Διάσκεψης του Βερολίνου. Διατηρεί αποτελεσματικούς διαύλους με τον Στρατάρχη Haftar, τον οποίο παροτρύναμε να συμφωνήσει σε ανακωχή, προκειμένου να υπάρξει πρόοδος προς τη διέξοδο στην κρίση της Λιβύης. Η χώρα μας έχει δικαίωμα να συμμετάσχει στη διαδικασία, ως γειτονικό της Λιβύης κράτος και ως κράτος με σημαντική γεωπολιτική παρουσία στην περιοχή. Αντιθέτως, δημιουργούνται εύλογες απορίες για τη συμμετοχή της γείτονος σε μια διαδικασία που έχει ως στόχο την ειρήνευση στη Λιβύη, καθώς η Τουρκία παραβιάζει συστηματικά το διεθνές δίκαιο, δημιουργεί προβλήματα με όλα τα κράτη της Ανατολικής Μεσογείου, εμπλέκεται ενεργά στην εσωτερική διαμάχη της Λιβύης, υποστηρίζοντας και στρατιωτικά τη μία από τις δύο πλευρές, δεν αποτελεί γειτονικό της κράτος και δεν είναι μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Η Τουρκία μπορεί να κάνει ό,τι κάνει, αλλά δεν μπορεί να αλλάξει τη γεωγραφία και αυτό θα την κατατρέχει.

Η Γερμανία δεν προσκάλεσε την Ελλάδα στην διάσκεψη, από την άλλη ο κ. Ερντογάν ισχυρίστηκε ότι υπάρχουν επαφές με την Ιταλία για γεώτρηση στο πλαίσιο της συμφωνίας με τη Λιβύη. Ανησυχείτε ότι τα συμφέροντα κάθε χώρας θα μπορούσαν ενδεχομένως να διακυβεύσουν την ευρωπαϊκή κοινή γραμμή σε αυτό το θέμα;

Όπως θα είδατε, το Ιταλικό Υπουργείο Εξωτερικών διέψευσε ρητά και κατηγορηματικά κάθε φήμη περί επαφών της Ιταλίας με την Τουρκία για γεωτρήσεις. Είναι φυσιολογικό κάθε χώρα να φροντίζει για τα συμφέροντά της. Ωστόσο, επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι, η πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ήταν μια ομόφωνη απόφαση των αρχηγών των κρατών μελών της Ε.Ε. Δηλαδή, κάθε χώρα, σταθμίζοντας τα συμφέροντά της, συνήνεσε στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Άρα, η κοινή ευρωπαϊκή γραμμή στην οποία αναφέρεστε αποτελεί στην πραγματικότητα και επιμέρους γραμμή κάθε χώρας – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ιταλία, χώρα με στενούς δεσμούς με την Ελλάδα, έχει τοποθετηθεί κατ’ επανάληψη υπέρ των ελληνικών θέσεων. Σε κάθε περίπτωση, όπως δήλωσε και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός πρόσφατα, τυχόν παρέκκλιση από την κοινή ευρωπαϊκή μας θέση θα έρθει φυσιολογικά αντιμέτωπη με το δικό μας δικαίωμα της αρνησικυρίας, δηλαδή του «βέτο» όπως είναι γνωστό.

Σε τι είδους ειρηνευτική αποστολή στη Λιβύη είναι διατεθειμένη να συμμετέχει η Ελλάδα;

Η Ελλάδα είναι διατεθειμένη να συμμετάσχει σε κάθε κοινή προσπάθεια για την επίτευξη ειρήνης και σταθερότητας στη Λιβύη. Στη Διάσκεψη του Βερολίνου συζητήθηκε η επανενεργοποίηση της ευρωπαϊκής ναυτικής επιχείρησης «Σοφία», υπό άλλο όνομα, προκειμένου να επιβλέπεται η τήρηση του εμπάργκο όπλων στη Λιβύη, καθώς και, εφόσον επιτευχθεί μόνιμη εκεχειρία, η αποστολή μιας δύναμης επιτήρησης της εφαρμογής της εκεχειρίας, με εντολή του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Η χώρα μας ως υπεύθυνο κράτος θα συμμετάσχει στις κοινές προσπάθειες για την επίλυση της Λιβυκής κρίσης με κάθε μέσο που μπορεί να διαθέσει.

Παρακολουθούμε ότι η φραστική όξυνση εκ μέρους του κ. Ερντογάν, που κορυφώθηκε μετά την επίσκεψη του κ. Χαφτάρ στην Αθήνα, συνεχίζεται και μετά το Βερολίνο. Πού το αποδίδετε και ποια θα είναι η απάντηση της ελληνικής πλευράς;

Δεν προκαλεί απορία ο εκνευρισμός του Προέδρου Ερντογάν. Η Ελλάδα ασκεί ενεργητική εξωτερική πολιτική και διατηρεί στενές επαφές με τα κράτη της Ανατολικής Μεσογείου, με τα οποία η Τουρκία έχει, σχεδόν με όλα, προβλήματα. Είναι λοιπόν ευκόλως κατανοητός ο εκνευρισμός του. Η ελληνική πλευρά δεν πρόκειται ωστόσο να αλλάξει την πορεία της. Θα συνεχίσει να περιφρουρεί τη διεθνή νομιμότητα, τα συμφέροντά της και την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή, σε συνεργασία με όλα τα γειτονικά κράτη. Η χώρα μας αποτελεί παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή της Μεσογείου και αυτό έχει αναγνωριστεί διεθνώς. Στον αντίποδα, η Τουρκία έχει αναδειχθεί σε εξαγωγέα προβλημάτων και αστάθειας και σε καθ’ έξιν παραβάτη της νομιμότητας.

Όλη αυτή η ένταση μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση τους διαύλους διαλόγου μεταξύ Ελλάδας- Τουρκίας;

Αν είναι να τεθούν σε αμφισβήτηση οι δίαυλοι διαλόγου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αυτό δεν πρόκειται να γίνει με δική μας υπαιτιότητα. Η χώρα μας απέδειξε ότι, παρ’ όλη την ένταση, παρά τις επανειλημμένες προκλητικές και παράνομες ενέργειες της Τουρκίας έναντι της χώρας μας, παρά τις συνεχείς προσπάθειες προβολής ισχύος από τη γειτονική μας χώρα στην ευρύτερη περιοχή, έχει διάθεση να συντηρήσει το διάλογο και έχει θέληση να συζητάει για τα προβλήματα που υπάρχουν. Είναι, άλλωστε, προς το συμφέρον και των δύο μερών η συνέχιση του διαλόγου και η επίτευξη συνεννόησης. Το έχω πει επανειλημμένα ότι η Ελλάδα θέλει μία ευρωπαϊκή Τουρκία, ενσωματωμένη στη διεθνή κοινότητα, ειρηνική και ακμάζουσα. Στο πλαίσιο αυτό, εμείς δεν θα πάψουμε να επιδιώκουμε το διάλογο με τη γειτονική μας χώρα, όπως πράττουμε και με όλους τους λοιπούς γείτονές μας.

Υπό ποιες προϋποθέσεις και γιατί μπορεί να αποτελεί η προσφυγή στην Χάγη επιδίωξη της ελληνικής πλευράς;

Για την Ελλάδα, το Διεθνές Δίκαιο είναι η κατευθυντήρια γραμμή της εξωτερικής της πολιτικής. Ως εκ τούτου, πρώτη η χώρα μας θα ήταν θετική σε προσφυγή σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, προκειμένου να επιλύσει τις διαφορές της με την Τουρκία. Άλλωστε και στο παρελθόν είχε υπάρξει σχετική συζήτηση, αλλά τελικά η Τουρκία είχε υπαναχωρήσει. Όμως για να φτάσουμε εκεί θα πρέπει και τα δύο μέρη να έχουν συμφωνήσει σε τι διαφωνούν. Για τη χώρα μας αυτό είναι απολύτως καθαρό.

Βλέπουμε ότι σε σχέση με τα δύο «μνημόνια», η Ελλάδα επενδύει στη σχέση με την Γαλλία – επίκειται μάλιστα και η επίσκεψη του πρωθυπουργού στο Παρίσι. Είστε πεπεισμένος ότι ισχύει σε αυτό το ζήτημα το «Ελλάς, Γαλλία συμμαχία»;

Η Γαλλία έχει υπάρξει αληθινός σύμμαχος και φίλος της Ελλάδας, ακόμη και πριν την εποχή του Giscard d’ Estaing και τη Μεταπολίτευση, οπότε και διατυπώθηκε για πρώτη φορά το εν λόγω σύνθημα. Έτσι και σήμερα, ο Γάλλος Πρόεδρος Macron έχει δείξει έμπρακτη στήριξη στην Ελλάδα και ο Έλληνας Πρωθυπουργός θα τον επισκεφθεί προκειμένου να συζητήσουν όλα τα θέματα της περιοχής. Αντίστοιχα υποστηρικτικός έχει υπάρξει και ο ομόλογός μου της Γαλλίας, ο κ. Le Drian, με τον οποίο έχω επανειλημμένως συζητήσει. Πιστεύω, λοιπόν, ότι και σε αυτό το ζήτημα η Γαλλία θα συνεχίσει να στηρίζει την Ελλάδα, όχι από κάποια ιδεοληψία, αλλά επειδή και η ίδια αντιλαμβάνεται ότι η χώρα μας υπηρετεί το Διεθνές Δίκαιο και την ειρήνη στην περιοχή, κάτι που είναι, κατ’ επέκταση, προς το συμφέρον της. Σημειώστε πάντως ότι φίλοι και σύμμαχοι της Ελλάδας είναι και άλλες χώρες.

Πραγματοποιήσατε το προηγούμενο διάστημα μία σειρά επισκέψεις σε αραβικές χώρες. Θα συνεχιστούν αυτές οι πρωτοβουλίες και ποια είναι η στόχευσή τους;

Ο διπλωματικός μαραθώνιος που βρίσκεται σε εξέλιξη ασφαλώς και θα συνεχισθεί. Ήδη, στο πλαίσιο αυτό, χθες υποδέχθηκα στο Υπουργείο Εξωτερικών τον ομόλογό μου της Σαουδικής Αραβίας και θα συνεχίσω τις επισκέψεις μου σε χώρες της περιοχής και όχι μόνο προκειμένου να ενισχύσουμε τις συμμαχίες μας και να επικοινωνήσουμε τις θέσεις της Ελλάδας στη διεθνή κοινότητα. Στόχος μας είναι η όσο το δυνατόν ευρύτερη προβολή των θέσεών μας στο εξωτερικό και η κατανόησή τους από τις τρίτες χώρες, προκειμένου να μην αφήνουμε ελεύθερο χώρο να προωθούνται θέσεις που ευρίσκονται προδήλως εκτός πλαισίου διεθνούς νομιμότητος.

Αισθάνεστε μετά και τις πρόσφατες συναντήσεις του πρωθυπουργού με τους πολιτικούς αρχηγούς ότι στα εθνικά θέματα υπάρχει αρραγές εθνικό μέτωπο;

Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα έχουν επιδείξει σε μεγάλο βαθμό ιδιαίτερη σύνεση στον αντιπολιτευτικό τους τόνο στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και ως Υπουργός Εξωτερικών είμαι ευγνώμων για αυτό. Ξέρετε, κ. Χονδρόπουλε, είναι σημαντικό δείγμα ωρίμανσης του πολιτικού συστήματος να μπορεί να αφήνει εκτός μικροκομματικής αντιπαράθεσης τα ζητήματα αυτά, τα οποία μόνο με εθνική ομόνοια και ομοψυχία μπορούν να αντιμετωπιστούν επιτυχώς. Είναι σημαντικό για έναν Υπουργό Εξωτερικών να γνωρίζει ότι έχει τη στήριξη του μείζονος τμήματος του πολιτικού κόσμου στις μάχες που δίνει και -ας μη γελιόμαστε- κάθε επιτυχία στην εξωτερική μας πολιτική δεν είναι επιτυχία του εκάστοτε υπουργού ή πολιτικής παράταξης που την υπηρετεί, αλλά ολόκληρης της χώρας. Δεν σας κρύβω εν τούτοις την έκπληξή μου για τη στάση που τήρησε η αξιωματική αντιπολίτευση στο θέμα της τροποποιημένης συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ. Μια εξέλιξη για την οποία η προηγούμενη κυβέρνηση είχε αρχίσει να εργάζεται. Βεβαίως, το τελικό αποτέλεσμα που υπογράψαμε τον Οκτώβριο, μετά από δυόμιση μήνες εργωδών διαπραγματεύσεων, ήταν ιδιαίτερα θετικό για τα εθνικά μας συμφέροντα. Η αλήθεια είναι ότι τελικά η Συμφωνία ήταν επωφελέστερη για τα εθνικά συμφέροντα, συγκριτικά με τα συζητούμενα κατά τη θητεία της προηγούμενης κυβέρνησης. Και αυτό δεν το λέω σαν αιχμή προς την προηγούμενη κυβέρνηση, η οποία και αυτή κινήθηκε στην εθνικά ωφέλιμη κατεύθυνση στο συγκεκριμένο ζήτημα, αλλά για να επισημάνω ότι δεν υπάρχει λόγος να διαφωνήσει ο ΣΥΡΙΖΑ με αυτήν. Και γι’αυτό ακριβώς η έκπληξή μου είναι μεγάλη και αδυνατώ να κατανοήσω γιατί δεν τη στηρίζει. Ελπίζω, σε κάθε περίπτωση, ότι θα συνεχίσουμε να πορευόμαστε με ικανή δόση εθνικής ομοψυχίας.

Μετάβαση στο περιεχόμενο