Συνέντευξη στην εφημερίδα “Έθνος της Κυριακής” και στον δημοσιογράφο Σπύρο Μουρελάτο

Πώς επηρεάζει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στα Σκόπια και δη η χαμηλή συμμετοχή σε αυτό την ολοκλήρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών; Διαφοροποιεί τα δεδομένα στην εσωτερική πολιτική σκηνή; Μπορεί να κυβερνηθεί ο τόπος από μία κυβέρνηση μειοψηφίας, όπως άφησε να εννοηθεί ο πρωθυπουργός από τις ΗΠΑ, εάν οι ΑΝΕΛ αποχωρήσουν από τον κυβερνητικό συνασπισμό;

Το ερώτημα για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αφορά κυρίως την κυβέρνηση η οποία είχε σπεύσει, με την προχειρότητα που τη διακρίνει σε ζητήματα στρατηγικής, να προεξοφλήσει τις εξελίξεις και να δημιουργήσει ένα ολόκληρο σενάριο προσυμφωνημένης αποχώρησης των ΑΝ.ΕΛ. τον Μάρτιο του 2019, εννέα ολόκληρους μήνες από την υποτιθέμενη διαφωνία τους στη Συμφωνία των Πρεσπών! Για να είμαι ειλικρινής, δε γνωρίζω σε ποια κατεύθυνση θα επηρεάσουν την κυβέρνηση οι εξελίξεις. Αυτό για το οποίο είμαι βέβαιος είναι ότι η χώρα δε χρειάζεται κυβέρνηση μειοψηφίας, αλλά ισχυρή κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και ότι θα πρέπει να διεξαχθούν το ταχύτερο δυνατόν εκλογές. Η παράταση της αβεβαιότητας και η συνέχιση της αδράνειας σε όλους τους καίριους τομείς, υπονομεύει το μέλλον της χώρας.

Πώς εξηγείτε το μεγάλο ποσοστό της αποχής; Εάν η συμφωνία είναι εθνικά επιζήμια για την χώρα μας, όπως υποστηρίζει η Νέα Δημοκρατία, τότε γιατί οι βόρειοι γείτονες μας δείχνουν να μην την αποδέχονται;

Είναι προφανές ότι πρόκειται για εσωτερικό “power game”. H αντιπολίτευση στη γειτονική χώρα επέλεξε τον σαφώς πιο εύκολο στόχο να υπονομεύσει το δημοψήφισμα μέσω της αποχής, ώστε να μην είναι έγκυρο το αποτέλεσμά του και μέσω αυτού του στόχου να προκαλέσει πολιτικές εξελίξεις στη γειτονική χώρα. Η στάση τους είναι δικό τους ζήτημα και πρόβλημα και δεν αφορά τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας μας. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι αυτή που τους παραχώρησε το δικαίωμα να αποκαλούνται «Μακεδόνες» στο ζήτημα της εθνικότητας -ταυτότητας, με τη Συμφωνία των Πρεσπών.

Τις τελευταίες ημέρες σημειώθηκε μεγάλη πτώση στο Χρηματιστήριο και ειδικά στις τραπεζικές μετοχές. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν οφείλεται στα θεμελιώδη μεγέθη τους και ότι οι τράπεζες δέχθηκαν κερδοσκοπική επίθεση. Ποια είναι η γνώμη σας;

Πρόκειται για μία ακόμη απόδειξη ότι παρά τους πανηγυρισμούς της κυβέρνησης περί δήθεν «καθαρής εξόδου» από τα μνημόνια ο χρηματοπιστωτικός τομέας νοσεί και η έξοδος στις αγορές αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός στην… Ιθάκη. Εκ των πραγμάτων προκύπτει τεράστιο ζήτημα τόσο για τον τρόπο που διοικούνται σήμερα οι τράπεζες όσο και για το αν είναι εφικτό να υλοποιηθούν οι στόχοι που έχουν τεθεί. Οφείλουμε να είμαστε όλοι προσεκτικοί, αλλά η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση ουδέν έχει πράξει ουσιαστικά για το τεράστιο ζήτημα των «κόκκινων δανείων» και του ιδιωτικού χρέους στη χώρα μας, στρέφοντας αποκλειστικά την προσοχή της στο δημόσιο χρέος. Δυστυχώς, μέσα σε αυτό το περιβάλλον δυσχεραίνεται η προσέλκυση επενδύσεων στην Ελλάδα, οι οποίες είναι απαραίτητες για την πραγματική έξοδο από την κρίση και για να σταματήσει επιτέλους να είναι «πρωταθλήτρια» η ώρα μας στην ανεργία στην Ε.Ε.

Η κυβέρνηση κατηγορεί το κόμμα σας ότι επιθυμεί κατ’ ουσίαν την περικοπή των συντάξεων. Τι απαντάτε; Και πως ερμηνεύετε την κατάθεση διπλού προσχεδίου προϋπολογισμού;

Το διπλό σχέδιο του Προϋπολογισμού, θα ήταν απλώς ένα ακόμη κωμικό στοιχείο του σουρεαλιστικού τρόπου διακυβέρνησης από ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, αν δεν ήταν ενδεικτικό μιας τραγικής στις συνέπειές της πολιτικής και μιας συγκεκριμένης λογικής εξαπάτησης των πολιτών. Σε κάθε περίπτωση θα αρκούσε στην κυβέρνηση να είχε ψηφίσει προ μηνών την πρόταση νόμου της Νέας Δημοκρατίας για την μη περικοπή των συντάξεων. Δυστυχώς όμως, η δήθεν έξοδος από τα Μνημόνια αποδείχθηκε και με αφορμή το συγκεκριμένο ζήτημα ότι αποτελεί «γράμμα κενό» και ότι η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να περιμένει την οριστική έγκριση των δανειστών.

Το Μέγαρο Μαξίμου επιμένει για ακροδεξιά στροφή της Νέας Δημοκρατίας. Νοιώθετε ότι υπάρχει πολιτική ανισορροπία στο κόμμα σας μετά τη στάση, που υιοθέτησε στο Σκοπιανό αλλά και σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων;

Η Νέα Δημοκρατία ήταν και παραμένει η μεγάλη Κεντροδεξιά παράταξη στη χώρα μας, βρίσκεται μακριά από ακρότητες από την ίδρυσή της από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και έχει σήμερα έναν φιλελεύθερο πολιτικό ως επικεφαλής, τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Το συγκεκριμένο προπαγανδιστικό επιχείρημα είναι όχι απλώς άτοπο αλλά και επικίνδυνο, καθώς εξισώνει το μεγαλύτερο και με διαφορά κόμμα στις δημοσκοπήσεις, με τα άκρα. Όσον αφορά τις θέσεις μας σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν διακρίνω καμία «ακραία» στροφή στις θέσεις μας. Αλλά και όπου τυχόν υπάρχουν «παραφωνίες», όχι επιθυμητές αλλά αναπόφευκτες ίσως σε μια πολυσυλλεκτική παράταξη, οι εκφραστές τους είναι υποχρεωμένοι στο τέλος να συμβαδίσουν με την ιδεολογία του κόμματος. Αν κάποιοι πρέπει να απολογηθούν σήμερα σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι οι «ευαίσθητοι» του χθες, του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι ανέχονται τραγικές καταστάσεις στα κέντρα προσφύγων και μεταναστών, καταγγέλλονται σήμερα από πρώην συντρόφους τους για πρακτικές αδιανόητες από τη Μεταπολίτευση και μετά στο ζήτημα των πολιτικών ελευθεριών και έχουν θέσει στο στόχαστρο την ελευθερία του Τύπου, από την πρώτη ημέρα που ανέλαβαν την εξουσία.

Πώς αντιμετωπίζετε την επιδίωξη του Κυριάκου Μητσοτάκη να συμπεριλάβει σε πιθανή αυριανή κυβέρνηση του κόμματος σας στελέχη από την Κεντροαριστερά ή ακόμη και την Αριστερά; Αδυνατίζει μία τέτοια εξέλιξη την προοπτική της αυτοδυναμίας;

Είναι βέβαιο ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης βασίζεται στην Κοινοβουλευτική του Ομάδα, η οποία είναι το δόρυ για την επιστροφή στη λογική. Από εκεί και πέρα, ο ίδιος θα κρίνει τι προσθήκες του χρειάζονται.

Μετάβαση στο περιεχόμενο