Συνέντευξη στην εφημερίδα “Έθνος της Κυριακής” και στον δημοσιογράφο Σπύρο Μουρελάτο.

Πώς θα πρέπει να απαντήσει η χώρα μας στην τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο; Έχει ευθύνες η ελληνική κυβέρνηση για την κλιμάκωση της;

Η Ελλάδα οφείλει πάντοτε να ασκεί μία υπεύθυνη αμυντική και εξωτερική πολιτική και να μην παρασύρεται από τις όποιες κραυγές των γειτόνων της. Ο συναγωνισμός με την Άγκυρα σε «λεονταρισμούς» δεν εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα, αλλά αντιθέτως τα βλάπτει, καθώς δημιουργεί τον κίνδυνο να εξομοιωθεί στην αντίληψη της διεθνούς κοινής γνώμης το δίκαιο της χώρας μας με τις παράλογες διεκδικήσεις της Τουρκίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η στάση της τουρκικής ηγεσίας είναι απαράδεκτη σε όλα τα επίπεδα, από την αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης μέχρι την κράτηση των δύο στρατιωτικών μας που συνελήφθησαν στον Έβρο, αλλά χρειάζεται σοβαρότητα και ψυχραιμία. Βεβαίως, απαιτείται επίσης αποφασιστικότητα και προετοιμασία για όλα τα ενδεχόμενα και όχι παλινωδίες σαν αυτές που διαπιστώθηκαν με τις γαλλικές φρεγάτες και βλάπτουν την εικόνα της χώρας. Αλλά για να μην μετατρεπόμαστε κάθε φορά σε ομήρους της συγκυρίας και να οδηγούμαστε σε βεβιασμένες αποφάσεις, χρειάζεται επίσης να αποφασίσουμε εγκαίρως τι είδους Ένοπλες Δυνάμεις θέλουμε και τι μέσα θα τους διαθέσουμε.

Η Νέα Δημοκρατία ασκεί κριτική στην κυβέρνηση για τους χειρισμούς της στην υπόθεση των 2 Ελλήνων αξιωματικών, που κρατούνται στην Αδριανούπολη. Τι το διαφορετικό θα έκανε το κόμμα σας;

Αν μη τι άλλο εμείς δεν θα επιτρέπαμε να συνδυασθεί η υπόθεσή τους από την Άγκυρα, με τέτοιο μάλιστα άκομψο διπλωματικό αλλά και παντελώς αστήρικτο νομικά τρόπο, με την υπόθεση της έκδοσης των 8 Τούρκων στρατιωτικών. Δεν διανοούμαι καν ότι άλλος Πρωθυπουργός της χώρας θα είχε επιτρέψει με τη στάση του και μην διαψεύδοντας τις αιτιάσεις της τουρκικής ηγεσίας, να αιωρείται το ενδεχόμενο μιας εξωθεσμικής υπόσχεσης για επιστροφή των Τούρκων αξιωματικών. Από εκεί και πέρα, υπάρχει μία σειρά από διπλωματικές ενέργειες στις οποίες θα μπορούσε να προσφύγει μία ελληνική κυβέρνηση, ακόμη και χωρίς να γίνουν γνωστές.

Οι αντίπαλοι σας κατηγορούν την ηγεσία της ΝΔ ότι άλλαξε την πάγια θέση της στο Σκοπιανό, ώστε να αποφύγει εσωτερικά ρήγματα. Μήπως θα πρέπει να αναθεωρήσετε τη στάση σας, ώστε να μην χαθεί και αυτή η ευκαιρία;

Προσωπικά διερωτώμαι για το αντίθετο. Για το αν δηλαδή η κυβέρνηση με την όλη στάση της και την όλη πρακτική της, από τις αλληλοαναιρούμενες διαρροές μέχρι την επιδεικτική άρνηση ενημέρωσης επί μακρό χρονικό διάστημα της αντιπολίτευσης, το μόνο που επεδίωκε ουσιαστικά ήταν να διχάσει τη Νέα Δημοκρατία και όχι να υπάρξει λύση στο ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων. Άλλωστε η αδιάλλακτη στάση της ηγεσίας της γειτονικής χώρας σε ουσιώδη ζητήματα, όπως στο erga omnes για την ονομασία και στο ζήτημα της απαλοιφής των αλυτρωτικών διατάξεων στο Σύνταγμά της, δεν δημιουργούν την εικόνα «ευκαιρίας» και δεν προκαλούν αισιοδοξία ότι όντως επίκειται η επίτευξη συμφωνίας με την FYROM. Αν παρ’ όλα αυτά πάντως υπάρξουν εξελίξεις σε επωφελή για τα συμφέροντα της χώρας κατεύθυνση, η Νέα Δημοκρατία ως υπεύθυνη πολιτική δύναμη, η οποία από την ιδρυτική της διακήρυξη θέτει το εθνικό συμφέρον υπεράνω του κομματικού, θα πράξει το χρέος της.

Φέρει ευθύνη η ΝΔ για την αδυναμία επίτευξης συνεννόησης ανάμεσα στις κύριες πολιτικές δυνάμεις του τόπου; Είναι τόσο δύσκολη η επίτευξη ελάχιστου κοινού τόπου στα εθνικά ζητήματα ή στην αναγκαιότητα Συνταγματικής Αναθεώρησης;

Φοβούμαι ότι και σε αυτή την περίπτωση κύριε Μουρελάτο θα πρέπει να απευθύνετε το ερώτημά σας κυρίως στην κυβέρνηση και στον Πρωθυπουργό. Ο κ. Τσίπρας αναφέρθηκε μόλις προ ολίγων ημερών σε «μαύρο μέτωπο», χαρακτηρίζοντας με αυτόν τον τρόπο όσα στελέχη της αντιπολίτευσης δεν συμμερίζονται την εκτός τόπου και χρόνου αισιοδοξία του για την δήθεν «καθαρή έξοδο» από τα μνημόνια. Και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ήταν αυτή που με αφορμή την υπόθεση της Novartis θέλησε να χαρακτηρίσει συλλήβδην «διεφθαρμένη» τη Νέα Δημοκρατία, παρά την απουσία στοιχείων εις βάρος πολιτικών προσώπων (με εξαίρεση τις δικονομικά μετέωρες καταθέσεις προστατευόμενων μαρτύρων). Αλλά και σε κάθε ευκαιρία η Κυβέρνηση προβάλλει το συνεπές με τη ιδεολογία της μήνυμα «εμείς ή αυτοί» και δεν διστάζει να διχάσει την ελληνική κοινωνία. Θα ήταν ευχής έργον όντως να μπορούσε να υπάρξει συνεννόηση (την οποία δεν πρέπει να συγχέουμε πάντως με τη συγκυβέρνηση) στα μεγάλα εθνικά ζητήματα, αλλά με την συγκεκριμένη λογική που διέπει τον ΣΥΡΙΖΑ – που όπως ανέφερα προηγουμένως απαξιούσε να ενημερώσει την αντιπολίτευση ακόμη και για τη διαπραγμάτευση με τα Σκόπια – μοιάζει δύσκολο, αν όχι και αδύνατο. Ας ελπίσουμε ότι σύντομα, όταν όπως όλα δείχνουν θα βρίσκεται στην αντιπολίτευση, ο ΣΥΡΙΖΑ θα κάνει την αυτοκριτική του και θα αλλάξει τακτική. Όσον αφορά τη συνταγματική αναθεώρηση, είναι πάγια η θέση μου ότι δεν αποτελεί πανάκεια για το δημόσιο βίο, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει όντως ζήτημα προσαρμογής στα νέα δεδομένα (όπως π.χ. για τη δυνατότητα της ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων).

Σας ανησυχεί η πρόσφατη κινητικότητα, που παρατηρείται στον ευρύτερο χώρο της Κεντροδεξίας και η φημολογία περί δημιουργίας νέου πολιτικού σχήματος; Θα είναι ήττα για τη ΝΔ η μη αυτοδυναμία στις προσεχείς εκλογές;

Δεν με φοβίζει κανένα σενάριο και καμία φημολογία, παρά τους ευσεβείς πόθους στο κυβερνητικό στρατόπεδο προκειμένου να ανακοπεί η πορεία της ΝΔ προς την αυτοδυναμία. Όπως πολλές πλέον δημοσκοπήσεις δείχνουν, το κόμμα μας είναι κοντά στο να επιτευχθεί ο συγκεκριμένος στόχος, που θα μας δώσει τη δυνατότητα να εφαρμόσουμε ένα τολμηρό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ώστε να εξέλθει πραγματικά η χώρα από την κρίση. Οφείλουμε να δημιουργήσουμε μια ισχυρή Ελλάδα και να ενώσουμε τους Έλληνες και είμαι βέβαιος ότι θα τα καταφέρουμε.

Μετάβαση στο περιεχόμενο