Συνέντευξη στην εφημερίδα «Έθνος της Κυριακής» και στον δημοσιογράφο Σπύρο Μουρελάτο

Η κυβέρνηση σας κατηγορεί ότι επιχειρείτε να χειραγωγήσετε τη Δικαιοσύνη μέσω της αντίδρασης σας στην κυβερνητική πρόθεση να αλλάξει προ των εκλογών η ηγεσία της. Προς τι η γαλάζια αντίδραση, όταν η διαδικασία της προεπιλογής έχει ήδη ολοκληρωθεί; Και γιατί αποκλείσατε τη συναινετική επιλογή, όπως πρότεινε η Κυβέρνηση;

Η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα στερείται πλέον του τεκμηρίου της λαϊκής κυριαρχίας και είναι προφανές ότι δεν μπορεί να επιλέξει την ηγεσία της Δικαιοσύνης. Είναι μία απερχόμενη κυβέρνηση, η οποία μπορεί απλώς να διαχειρίζεται τα τρέχοντα ζητήματα. Η πρωτοφανής εμμονή της σε αυτή την προσπάθεια συνιστά καταδολίευση του Συντάγματος, όπως ήδη έχουν αναφέρει έγκριτοι νομικοί, οι οποίοι δεν προέρχονται από τον χώρο της Νέας Δημοκρατίας. Οφείλω επίσης να σας υπενθυμίσω ότι η διαδικασία για το πρόσωπο του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου έγινε σε προγενέστερο χρόνο, πριν την έκφραση της λαϊκής ετυμηγορίας, αλλά και πριν τη δήλωση του πρωθυπουργού για προσφυγή σε εκλογές. Να σας υπενθυμίσω επίσης ότι η ίδια διαδικασία διεκόπη στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής για τα υπόλοιπα πρόσωπα, ακριβώς γιατί μεσολάβησε το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και η ανακοίνωση της προκήρυξης βουλευτικών εκλογών. Όσον αφορά την υποτιθέμενη «συναινετική» πρόταση είναι προφανές πως επρόκειτο για ένα προσχηματικό τέχνασμα, με το οποίο εζητείτο ουσιαστικά η συναίνεση στην παρανομία από τη Νέα Δημοκρατία.

Αποτελεί η αυτοδυναμία τον υπ’ αριθμόν έναν εκλογικό στόχο της ΝΔ; Και εάν ναι, ποιο το νόημα της πρόθεσης Μητσοτάκη να επιδιώξει μετεκλογικά τις ευρύτερες δυνατές πολιτικές και κοινοβουλευτικές συγκλίσεις;

Επιτρέψτε μου να παρατηρήσω ότι το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Η επίτευξη της αυτοδυναμίας εκ των πραγμάτων αποτελεί στόχο της Νέας Δημοκρατίας, μετά το αποτέλεσμα της προηγούμενης Κυριακής, προκειμένου ως κυβέρνηση να εφαρμόσει απρόσκοπτα το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα και να οδηγήσει τη χώρα στην πραγματική έξοδο από την κρίση. Είναι ευνόητο ότι οι αναγκαίοι συμβιβασμοί μεταξύ διαφορετικών κομμάτων για τη διατήρηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ενδέχεται να υπονομεύσουν αυτή την προσπάθεια, όπως αποδεικνύεται και από συγκεκριμένα ιστορικά παραδείγματα. Από την άλλη πλευρά, χωρίς τη δαμόκλεια σπάθη της πτώσης μιας κυβέρνησης, είναι σαφώς πιο εύκολο η Νέα Δημοκρατία να συνεργασθεί με όσους θέλουν και μπορούν να βοηθήσουν στην πραγματική έξοδο από την κρίση.

Μία εβδομάδα μετά το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών, εκτιμάτε ότι πρέπει να αλλάξει κάτι στην πολιτική στρατηγική της ΝΔ εν όψει των εθνικών εκλογών; Και εάν ναι τι;

Η τακτική της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη κρίθηκε εκ του αποτελέσματος απολύτως επιτυχημένη. Είναι προφανές ότι στην ίδια κατεύθυνση θα πρέπει να συνεχίσουμε την προσπάθειά μας, προκειμένου να πείσουμε όσο το δυνατόν περισσότερους πολίτες, χωρίς κραυγές και οξύτητα, όπως επιθυμεί ο ΣΥΡΙΖΑ.

Πώς σκέφτεστε να προσεγγίσετε μετά τις εκλογές τα κόμματα του ενδιάμεσου πολιτικού χώρου, όταν προ των εκλογών, ο πρόεδρος της ΝΔ χαρακτήριζε την ψήφο σε αυτά χαμένη;

Η Νέα Δημοκρατία από την ίδρυσή της από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή μέχρι σήμερα εκτείνεται από τα όρια της συνταγματικής Δεξιάς μέχρι τα όρια της Κεντροαριστεράς και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, έχει κάθε δικαίωμα να απευθύνεται σε όλον αυτόν τον χώρο. Ουδείς έχει «ιδιοκτησία» επί των πολιτών και ουδείς μπορεί να απαγορεύσει στη Νέα Δημοκρατία να απευθύνεται σε ψηφοφόρους από ένα ευρύ ιδεολογικό φάσμα. Ας μην βλέπουμε το δέντρο όμως και χάνουμε το δάσος. Μετά από 4,5 χρόνια τοξικότητας και διχαστικού πολιτικού λόγου εκ μέρους της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, η επόμενη κυβέρνηση χρειάζεται τη στήριξη μιας ευρύτερης πλειοψηφίας σε επίπεδο κοινωνίας, προκειμένου να επανέλθει η ομαλότητα στον πολιτικό βίο και να υπάρξει ένα στοιχειώδες κλίμα εθνικής ενότητας. Όλες οι πολιτικές δυνάμεις, ειδικά όσες συμφωνούν με την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, θα πρέπει να αναλογιστούν την πρόκληση της συγκυρίας και να στηρίξουν αυτή τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια, πέρα από «εγωισμούς» και «πείσματα» και ανεξάρτητα από το αν θα είναι μέλη της κυβερνητικής πλειοψηφίας.

Ανησυχείτε από την κυοφορούμενη δημιουργία ενός υπερσυντηρητικού πόλου, όπως φαίνεται να είναι το κόμμα του Κυριάκου Βελόπουλου; Πώς σκέφτεστε να το αντιμετωπίσετε; Υπάρχει πεδίο συνεργασίας ανάμεσα στη ΝΔ και σε πολιτικούς σχηματισμούς, στα δεξιά του κόμματος;

Για να είμαι ειλικρινής, το γεγονός ότι μειώθηκαν σε σημαντικό βαθμό τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής, είναι κατ’ αρχήν ένα εξαιρετικά θετικό γεγονός. Είναι διαφορετικό ένα ναζιστικό μόρφωμα – που χρησιμοποιεί τη βία ως πρακτική και κατηγορείται για φόνο και σύσταση εγκληματικής οργάνωσης – από ένα υπερδεξιό κόμμα. Δεν σας κρύβω βεβαίως ότι κάποιες από τις θέσεις του κ. Βελόπουλου με βρίσκουν παντελώς αντίθετο και προκαλούν εύλογο προβληματισμό. Σε κάθε περίπτωση άλλωστε, από τη στιγμή που διεκδικούμε την αυτοδυναμία, δεν τίθεται θέμα συνεργασίας. Ας μην ξεχνούμε επίσης ότι το διακύβευμα των ευρωεκλογών ήταν διαφορετικό και ευνοούσε μέχρι ενός σημείου την αποκαλούμενη «ψήφο διαμαρτυρίας», ενώ στις κοινοβουλευτικές εκλογές το κυρίαρχο ερώτημα θα είναι διαφορετικό.

Από ποια θέση θεωρείτε ότι θα μπορούσατε να υπηρετήσετε καλύτερα την επόμενη κυβέρνηση της ΝΔ;

Το ζήτημα αυτό αποτελεί αποκλειστική προνομία του προέδρου του κόμματος Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο ίδιος θα επιλέξει ποιοι και από ποια θέση θα προσφέρουν στην περίπτωση που εκλεγούμε κυβέρνηση. Ο στόχος μας όμως αυτή τη στιγμή δεν είναι να «ράψουμε κουστούμια», αλλά με σεμνότητα και σοβαρότητα να πείσουμε την ελληνική κοινωνία να εμπιστευθεί το κυβερνητικό μας πρόγραμμα.

Μετάβαση στο περιεχόμενο