Συνέντευξη στο «Ράδιο Θεσσαλονίκη»

Ο Βουλευτής Β’ Αθηνών της Ν.Δ. κ. Νίκος Δένδιας έδωσε συνέντευξη στην πρωϊνή ενημερωτική εκπομπή του «Ράδιο Θεσσαλονίκη 94,5» που παρουσιάζει ο κ. Στέφανος Διαμαντόπουλος.

 

Ακολουθούν τα βασικά σημεία της συνέντευξης:

Για την πιθανότητα συμφωνίας Κυβέρνησης – Δανειστών και τη στάση της Ν.Δ.:

«Τους τελευταίους τρεις μήνες και πλέον, αυτό το οποίο λέμε συνέχεια στην κυβέρνηση είναι ότι έχει κάθε δικαίωμα να έχει διαπραγματευτική τακτική και προτεραιότητες αλλά πρέπει κάποια στιγμή να σοβαρευτεί και να καταλήξει κάπου. Υπ’ αυτήν την έννοια λοιπόν, η χώρα χρειάζεται μια συμφωνία.

Νομίζω πως θα ήταν σχήμα πρωθύστερο να σας απαντήσω επί της αρχής εάν είναι καλή ή κακή μια συμφωνία, την οποία δεν έχω δει. Όμως ότι η χώρα χρειάζεται συμφωνία και ότι επί της αρχής εμείς προτρέπουμε την κυβέρνηση σε κάτι τέτοιο και αυτό σε ένα βαθμό, βεβαίως, καθιστά τη στάση μας από εδώ και πέρα εξαρτώμενη απ’ αυτό που σας λέω τώρα, νομίζω αυτό είναι προφανές».

Όσον αφορά στο περιεχόμενο της συμφωνίας, όπως παρουσιάζεται από δημοσιογραφικές πηγές:

«Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια καλή συμφωνία. Είναι σίγουρο ότι θα γίνει μια κακή συμφωνία και είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα έχουμε μια συμφωνία χειρότερη, απ’ αυτήν που θα είχαμε αν αυτή η κυβέρνηση είχε λειτουργήσει πιο σοβαρά και με περισσότερη ειλικρίνεια απέναντι στο εκλογικό σώμα. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι η χώρα δεν χρειάζεται μια συμφωνία, δεν σημαίνει ότι εύκολα μας επιτρέπεται να περάσουμε απέναντι και να καταψηφίσουμε. Αν έρθει ο κ. Τσίπρας στη Βουλή κι έχει μόνον 149 βουλευτές, εμείς τι θα κάνουμε; Θα οδηγήσουμε τη χώρα στα βράχια λέγοντας «όχι»;

Αυτό δεν είναι εύκολο να το κάνουμε. Βεβαίως δεν δίνουμε σε κανέναν «λευκή επιταγή», αλλά καταλαβαίνουμε πάρα πολύ καλά την κρισιμότητα της στιγμής. Θα καθίσουμε και θα συζητήσουμε με μεγάλη σοβαρότητα τη συμφωνία και τους όρους της».

Τι δεν πήγε καλά στην προηγούμενη κυβέρνηση και οδηγήθηκε σε εκλογές και ήττα:

«Από τον Απρίλιο του 2014 και μετά, πολύ λίγα πράγματα πήγαν καλά κι έγιναν σωστά από την τότε κυβέρνηση. Κορυφαίο σφάλμα, κατά την κρίση μου, ήταν ο τρόπος και το πνεύμα του ανασχηματισμού που έγινε τον Ιούνιο του 2014, όχι μόνο σε επίπεδο προσώπων, αυτό είναι το πιο αδιάφορο, αλλά σε επίπεδο μηνύματος προς την κοινωνία.

Επακολούθησε η πλήρης αναστροφή του μεταρρυθμιστικού ρεύματος, δηλαδή της απόφασης που είχε λάβεθ η κυβέρνηση να αλλάξει τα πράγματα και να πάει τη χώρα σε ένα διαφορετικό μέλλον. Αυτό σηματοδότησε στην κοινωνία μια ταχύτατη αναστροφή πορείας, ενώ επίσης, ο τρόπος και το λεξιλόγιο πολλών κυβερνητικών παραγόντων από κει και πέρα νομιμοποίησε πλήρως τον ΣΥΡΙΖΑ. Όταν αρχίσαμε να σκίζουμε Μνημόνια, ο κ. Τσίπρας είχε το τεκμήριο ότι μπορούσε να τα σκίσει καλύτερα απ’ ότι θα μπορούσαμε εμείς.

Αν η κοινωνία θα έπρεπε να επιλέξει κυβέρνηση για να «σκίζει Μνημόνια» ορθώς επέλεξε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Δεν ήμασταν οι κατάλληλοι».

Ποια πρέπει να είναι η βασική εθνική προτεραιότητα για την υπέρβαση της κρίσης:

«Το θέμα του χρέους δεν μπορεί να μείνει έξω από τη συζήτηση αλλά ανήκω σε αυτούς που ισχυρίζονται ότι αυτό που πρώτα η χώρα πάνω και πέρα απ’ όλα πρέπει να αναπτύξει είναι ένα δικό της αναπτυξιακό σχεδιασμό. Η Ελλάδα πρέπει να καταθέσει και να έχει Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης.

Μέχρι στιγμής η παρούσα κυβέρνηση δεν έχει ούτε μία εθνική προτεραιότητα. Τόσο ο προεκλογικός όσο και ο μετεκλογικός λόγος της αποτελούν αντίλογο προς τους δανειστές. Αυτό δεν μπορεί να συνιστά πρόγραμμα εθνικής επιβίωσης.

Ανεξαρτήτως από τι λένε οι Γερμανοί, οι Βρετανοί, η Κομισιόν, το ΔΝΤ, η χώρα πρέπει να παράξει, να διατυπώσει, να υποστηρίξει και να αναπτύξει δική της στρατηγική για την ανάπτυξη της Οικονομίας της και να οδηγήσει σε ευμάρεια την κοινωνία της. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κάνει κάτι απ’ όλα αυτά. Αυτό είναι βαθύ σφάλμα. Ελπίζω να διορθωθεί αλλά δεν το βλέπω».

Αναφορικώς με μια ενδεχόμενη αναπτυξιακή πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ αν θα γέμιζαν τα κρατικά ταμεία:

«Αν στον ΣΥΡΙΖΑ γεμίσουν τα ταμεία, το μόνο που θα γίνει είναι να έχουμε σωρηδόν προσλήψεις στο Δημόσιο! Ο μόνος αναπτυξιακός σχεδιασμός τον οποίο διατυπώνει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι οι προσλήψεις στο Δημόσιο.

Καμιά μεταρρύθμιση και καμιά αλλαγή δεν φαίνεται αλλά αντιθέτως, παρατηρείται τραγική οπισθοδρόμηση στην Παιδεία και στη Δημόσια Διοίκηση. Γίνονται προσλήψεις, λυπάμαι να πω, «ημετέρων» παραγκωνίζοντας το ΑΣΕΠ σε συγκεκριμένα νομοθετήματα ενώ παράγεται άθλιας ποιότητας νομοθετικό έργο. Αυτή είναι η κυβερνώσα Αριστερά;

Η Αριστερά μαχόταν στην Ελλάδα επί 50 χρόνια για να δημιουργήσει αυτήν την κατάσταση που βλέπουμε τώρα να εκτυλίσσεται από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ;».

Για ποια Κεντροδεξιά και ποια ΝΔ μιλάμε σήμερα και για τον κίνδυνο συρρίκνωσης όπως συνέβη στο ΠΑΣΟΚ:

«Δεν ακούγονται με χαρά τέτοιου είδους εκτιμήσεις. Μεγάλωσα σε αυτό το κόμμα, πολιτικά δεν ανήκα ποτέ σε οποιοδήποτε άλλο σχηματισμό και με μεγάλη λύπη βλέπω τις εκλογικές επιδόσεις του και τη δημοσκοπική παρουσία του σήμερα που αντιστοιχεί στο 50 με 60% του αποτελέσματος των εκλογών που έγιναν τον Ιανουάριο.

Η Ν.Δ. και η Κεντροδεξιά έχει μια μεγάλη πρόκληση: Να αποδείξει στην ελληνική κοινωνία ότι μπορεί να εκσυγχρονιστεί και να επαναδιατυπώσει την πρότασή της. (…)

Αυτό πρέπει να γίνει με συζήτηση μεταξύ των ενδιαφερομένων και με την κατάληξη σε ένα εύλογο συμπέρασμα. Αυτά στα κόμματα ονομάζονται συνεδριακές διαδικασίες κι αυτό πρέπει να κάνει το κόμμα μου. Βεβαίως, υπάρχει μια άποψη που λέει ότι δεν χρειάζεται, “κρατήσαμε”, άρα καλά πήγαμε στις εκλογές, δεν χρειάζεται να αποτιμήσουμε καμιά ευθύνη διότι έγιναν κάποια επικοινωνιακά λάθη αλλά στην πολιτική μας ήμασταν άψογοι».

Για τον κ. Σαμαρά:

«Ο καθένας έχει μια υποχρέωση και αυτό έχει ο Πρόεδρος του κόμματος, να λέει και να εκφράζει τις απόψεις του. Αλλά νομίζω πως αδικούμε το επιχείρημα. Δεν είναι μόνο ο κ. Σαμαράς. Υπάρχει μια συγκεκριμένη ομάδα στελεχών που καθιστούν επιτρεπτό να πηγαίνουμε μ’ αυτόν τον τρόπο, προφανώς συμφωνώντας ότι δεν χρειάζεται βαθύτερη συζήτηση και αυτοκριτική επειδή όλα είναι ωραία. (…)

Διατύπωσα την πρότασή μου ευθέως στα κομματικά όργανα όταν τα συγκάλεσε ο Πρόεδρος του κόμματος. Είπα την άποψή μου. Καταλαβαίνω ότι έγινα δυσάρεστος και στην ηγεσία του κόμματός μου, είπα όμως την άποψή μου και την ίδια άποψη εξέφρασαν αρκετοί συνάδελφοι (…).

Τι θα πει ηγεσία αν δεν ξέρουμε ποια «Νέα Δημοκρατία» θέλουμε; Αν δεν ξέρουμε τι θέλουμε, το να αποφασίσουμε την ηγεσία του αγνώστου δεν έχει έννοια».

Όσον αφορά σε χθεσινή δημοσκόπηση που δείχνει ότι ο λαός θέλει την επιστροφή Καραμανλή:

«Δεν αποτελεί έκπληξη για κανέναν μας. Δήλωνα ότι σέβομαι και αγαπώ τον Κώστα Καραμανλή το 2009 και εξακολουθώ να το λέω.

Το όνομα «Καραμανλής» είναι και το όνομα του ιδρυτή της παράταξης. Σηματοδοτεί την επανάκαμψη της παράταξης στα μεγάλα της όρια από τις παρυφές της δημοκρατικής Δεξιάς μέχρι και το σύνολο του Κέντρου. Είναι μια ευρεία παράταξη που έχει καταγάγει εκλογικούς θριάμβους έχοντας επιδείξει μεγάλη εκλογική επιρροή.

Το 46% του Κώστα Καραμανλή και το 47% του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για τη μεγάλη Κεντροδεξιά είναι φυσιολογικές εκλογικές επιδόσεις. Δεν είναι όνειρα μιας άλλης εποχής. (…)

Γι’ αυτό, αν δεν διατυπώσουμε ένα Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης, όταν μετατρέπουμε σε πολιτική την αέναη διαπραγμάτευση με τους δανειστές, τότε δεν είναι πρόταση. Αυτό που κάνει η κυβέρνηση σήμερα. Θέλετε ότι εν μέρει το κάναμε κι εμείς; Να το δεχθώ, αλλά εν πάση περιπτώσει κριθήκαμε, αποδοκιμαστήκαμε, σταλθήκαμε στην αντιπολίτευση.

Η χώρα χρειάζεται δική της, ελληνική, αναπτυξιακή πρόταση και επ’ αυτής χρειάζεται διαπραγμάτευση με τους εταίρους κι όχι επί των προταγμάτων που θέτουν οι δανειστές, όπως γίνεται σήμερα. Εμείς, η Κεντροδεξιά πρέπει να το διατυπώσουμε, διότι ενέχει και ιδεολογικά χαρακτηριστικά.

Ποιος θα αναπτύξει την Οικονομία; Η Αριστερά ισχυρίζεται πως θα το κάνει ο Δημόσιος Τομέας, εμείς αντιτείνουμε: “Ευχαριστούμε πολύ, το είδαμε αυτό. Μπορεί να επιβιώσει και κάποιος ιδιώτης σ’ αυτή τη χώρα;” ».

Μετάβαση στο περιεχόμενο