Συνέντευξη στον Ρ/Σ «Παραπολιτικά 90,1»

Ο Βουλευτής Β’ Αθηνών της Νέας Δημοκρατίας κ. Νίκος Δένδιας μίλησε για τα φλέγοντα θέματα της επικαιρότητας στην εκπομπή της κας Έλλης Στάη στον ραδιοφωνικό σταθμό «Παραπολιτικά 90,1».

 

Ακολουθούν τα βασικά σημεία της συνέντευξης:

Για την εισβολή ομάδας αντιεξουσιαστών στο προαύλιο της Βουλής:

«Είναι ένα ακόμα σύμπτωμα μιας συνεχώς επιδεινούμενης κατάστασης στη χώρα η οποία δείχνει τη διάλυση ενός συστήματος έννομης τάξης που πίστευα και ήλπιζα ότι έχει πλέον αποκατασταθεί.

Όταν αποκεφαλίζονται αγάλματα, όταν μουτζουρώνονται, όταν υπάρχει βίαιη είσοδος στο προαύλιο του κοινοβουλίου, πώς μπορεί αυτά τα φαινόμενα να τα χαρακτηρίσει κανείς; (…)

Όταν η πρόεδρος της Βουλής ισχυρίζεται ότι αυτή η ενέργεια συνιστά νόμιμη διαμαρτυρία και κατά συνέπεια στην πραγματικότητα δίνει την άδεια στον οποιονδήποτε να εισέλθει στο κοινοβούλιο και να διαμαρτύρεται με όποιον τρόπο αυτός κρίνει, φαντάζομαι τι θα γίνει όταν κάποιος μπει μέσα στην αίθουσα της Ολομέλειας κι αρχίσει να ανοίγει πανό! Και γι’ αυτό θα είναι «νόμιμη διαμαρτυρία» ή θα συνιστά ποινικό αδίκημα; Ποιο είναι το όριο της νόμιμης διαμαρτυρίας και πού υπάρχει αυτή η γραμμή που παραβιάζεται κάποιος χώρος και συντελείται ποινικό αδίκημα;

Δεν είμαι εναντίον της διαμαρτυρίας και του δικαιώματος κάθε πολίτη να διαμαρτύρεται. Δυστυχώς στην Ελλάδα έχουμε ζήσει τι σημαίνει δικτατορία, το θυμόμαστε και κατά συνέπεια, το δικαίωμα της διαμαρτυρίας είναι ιερό. Οφείλουμε να το προασπίζουμε.

Όμως επίσης πρέπει να προασπίσουμε και το απολύτως ανθρώπινο δικαίωμα της ασφάλειας και της ομαλής λειτουργίας των υπολοίπων Ελλήνων πολιτών. Αυτό που δυστυχώς έχουμε δει είναι μια υπερβάλλουσα ρητορεία υπέρ του δικαιώματος διαμαρτυρίας, το οποίο διαρκώς διευρύνεται.

Η εισβολή σε δημόσιους και σε ιδιωτικούς χώρους ονομάζεται «δικαίωμα διαμαρτυρίας». Η δε προστασία του απολύτως ανθρώπινου δικαιώματος και της ιδιωτικότητος και της περιουσίας, δεν θεωρείται ανθρώπινο δικαίωμα και δεν προασπίζεται στον δημόσιο λόγο. Είναι μια ιδεολογική τοποθέτηση κι αυτό, τι να πω».

Όσον αφορά στην πιθανότητα εκτρόπων που θα απειλήσουν την δραστηριότητα και την περιουσία πολιτών:

«Ελπίζω να μην ξαναθυμηθούμε τι συνέβη τον Φεβρουάριο του 2012 όταν κάηκαν 32 νεοκλασσικά στην Αθήνα, εκτός άλλων ή τι συνέβη τον Δεκέμβριο του 2008. Με τη στάση την οποία παρατηρώ, φοβάμαι ότι θα ξαναθυμηθούμε αυτές τις καταστάσεις, ξαναζώντας τες, όχι ως ιστορική μνήμη, αλλά ως υπάρχουσα πραγματικότητα γύρω μας.

Από τον Ιούνιο του 2012 έγινε μια τεράστια προσπάθεια με απόλυτο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ώστε η Αστυνομία να εκτελέσει το συνταγματικό της καθήκον και να προασπίσει την περιουσία, αλλά και το δικαίωμα στη ζωή και στην ανάπτυξη της προσωπικότητας των Ελλήνων πολιτών και ιδιαίτερα αυτών που ζούσαν και ασκούσαν την επαγγελματική τους δραστηριότητα στο κέντρο της Αθήνας.

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που προσπαθούν να κερδίσουν το ψωμί τους στο κέντρο της Αθήνας υπό αυτές τις συνθήκες, για μένα ήταν ήρωες και παραμένουν ήρωες. Πάρα πολλοί άνθρωποι έχασαν κόπους ζωής επειδή κάποιοι άλλοι επέλεξαν να διαμαρτυρηθούν σπάζοντας τα μαγαζιά τους, καίγοντας… Αυτά τα πράγματα που εμείς θεοποιούμε ως διαμαρτυρία, για κάποιους άλλους ανθρώπους είναι καταστροφή των κόπων μιας ζωής. (…)

Η κυβέρνηση παριστάνει σήμερα ότι όλα αυτά δεν συμβαίνουν. Όταν κόβονται κεφάλια αγαλμάτων, όταν μουτζουρώθηκε ο Παλαμάς, παριστάνουμε ότι ίσως όλα αυτά δεν συμβαίνουν.

Όλα αυτά τα φαινόμενα, τα είχαμε σταματήσει από τον Ιούνιο του 2012 και τώρα βλέπουμε να επιστρέφουν. Αυτά, μαζί με την παράνομη μετανάστευση στο κέντρο της Αθήνας, θα μας οδηγήσουν πάλι στην κατάσταση προ του Ιουνίου του 2012, σε κάτι που θα ήταν καλύτερο να ξεχάσει και η ίδια η πόλη. Ξέρετε ότι έρχεται και η τουριστική περίοδος. Όλα αυτά δεν στερούνται συνεπειών. Παίζουμε με την περιουσία, το μέλλον και σε κάποιες περιπτώσεις, δυστυχώς, τη ζωή των Ελλήνων πολιτών, και θυμίζω την Marfin.

Αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να αφήσουμε να ξανασυμβούν. Και θα ξανασυμβούν, αν συνεχίσουμε έτσι».

Για τις δυσοίωνες προειδοποιήσεις αναφορικώς με τη ρευστότητα:

«Αν η κυβέρνηση δεν σοβαρευτεί και δεν τελειώσει αυτή τη διαπραγμάτευση, δεν υπάρχουν καλές ημέρες μπροστά μας. Ήδη έχει στεγνώσει η αγορά. Ήδη πάρα πολλές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν άμεσο πρόβλημα επιβίωσης και η κυβέρνηση παριστάνει ότι διαπραγματεύεται.

Επί δύο μήνες έχει θεοποιήσει τη διαδικασία της φερόμενης ως διαπραγμάτευσης και όχι την επίτευξη ενός σκοπού. (…)

Η κυβέρνηση και ο ελληνικός λαός, με την ψήφο του, έχουν συμφωνήσει σε δύο βασικές παραμέτρους: 1ον) Την παραμονή στο ευρώ και 2ον) Τον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό.

Η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να σεβαστεί τον μείζονα στόχο που είναι η παραμονή στο ευρώ, μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, αφού και η κυβέρνηση το συνομολογεί. Έχω ακούσει τον πρωθυπουργό να το λέει τουλάχιστον τρεις φορές.

Αν ελλοχεύει κίνδυνος αποπομπής της Ελλάδος από την ευρωζώνη:

«Ελπίζω και απεύχομαι οτιδήποτε τέτοιο. Αλλά εάν συνεχίσουμε με την παρούσα τακτική οι επιλογές είναι δύο, είτε πτώχευση εντός του ευρώ είτε έξοδος από το ευρώ. Εάν εξακολουθήσουμε να αντιμετωπίζουμε τη χώρα στέλνοντας ‘εναλλακτικούς οικονομολόγους’ να συνομιλήσουν με τους Ευρωπαίους αξιωματούχους, από κει και πέρα τα πράγματα δεν θα πάνε και πολύ καλά.

Τις καινοφανείς οικονομικές θεωρίες που θεωρούμε ‘λογικές’ μέσα στην Ελλάδα, δεν σημαίνει ότι η υπόλοιπη υδρόγειος έχει διάθεση να τις ακούει. (…) Δικαίωμα του κ. Βαρουφάκη είναι να είναι διαφορετικός και να φέρεται διαφορετικά. Εκείνο που με ανησυχεί πάρα πολύ, ωστόσο, είναι όταν αυτή η ‘διαφορετικότητά’ του προσπαθεί να επιβληθεί τις ‘συμβατικότητες’ όλων των υπολοίπων υπουργών της Ευρωζώνης από την έγκριση των οποίων εξαρτάται η οικονομική επιβίωση της χώρας μας. Τότε το προσωπικό ‘εγώ’ του καθενός μας, θα παρακαλούσα να υποχωρήσει προ του γενικού συμφέροντος. Ας συζητούμε κι ας μην διδάσκουμε από καθέδρας τους εταίρους μας.

Για τη συγκρότηση Εξεταστικής Επιτροπής περί των Μνημονίων:

«Δεν πιστεύω στις Εξεταστικές Επιτροπές. Δυστυχώς για μένα έχω μετάσχει σε δύο ή τρεις, είναι ένας ιδιαίτερος θεσμός η ιστορική του αναδρομή ανατρέχει στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, δημιουργήθηκε τότε από τον Μάξ Βέμπερ, ως εισηγητή, προκειμένου η μειοψηφία να έχει τη δυνατότητα ελέγχου της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας για δραστηριότητες εκτός της νομοθετικής.

Ο τρόπος με τον οποίο έχουν λειτουργήσει πολλές φορές οι Εξεταστικές Επιτροπές στην Ελλάδα, είναι να αποτελούν όργανα της πλειοψηφίας για εξαγωγή συμπερασμάτων που να είναι πολιτικά ωφέλιμα προς την εξουσία. (…)

Σχετικώς με το διάστημα διερεύνησης από την Εξεταστική:

«Στο μυαλό μου έχω μία αντίληψη, η αρχή των δεινών ήταν το 1981 όταν άρχισε η άλογη μεγέθυνση και διεύρυνση του δημοσίου τομέα. Εάν λοιπόν πρέπει να ψάξουμε, να ψάξουμε για λόγους διδαχής για το μέλλον, διότι από πλευρά ποινής δεν έχω κάτι να πω. Η Βουλή έχει ψηφίσει επ’ αυτών, καλώς ή κακώς.

Δεν μπορεί να υπάρξει δικαστήριο για ό,τι έχει ψηφιστεί από την ελληνική Βουλή. Αυτό είναι αυτονόητο, διότι διαφορετικά θα ήταν ζώσα αντίφαση. Αν υπάρχουν παράλληλα θέματα εκτός της ψήφου του ελληνικού κοινοβουλίου, δεν το γνωρίζω. Αν κάτι αποδειχθεί θα είναι αυτοτελές θέμα αλλά τότε δεν πάμε για Εξεταστική Επιτροπή, τότε θα ήταν σωστό να ζητηθεί ευθέως η Προανακριτική Επιτροπή ώστε να ξέρουμε πού πάμε.

Η Εξεταστική είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Είναι μέσον του κοινοβουλευτικού ελέγχου. (…)

Η λογική έναρξη διερεύνησης αυτής της περιόδου είναι αυτή που περιεχόταν στην αρχική πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, δηλαδή ν’ αρχίσει η συζήτηση από το 2000. Έχει και σαφή χρονικό ορίζοντα διότι συζητά συνολικά την ύπαρξη της χώρας μέσα στο ευρώ. Αν λοιπόν θα πρέπει να διευρύνουμε, θα πρέπει να πάμε στο 2000.

Ωστόσο, επαναλαμβάνω, δεν πιστεύω στις Εξεταστικές Επιτροπές».

Όσον αφορά στα εσωκομματικά της ΝΔ:

«Έχω πει πως πρέπει να διεξαχθεί ένα συνέδριο από το οποίο θα προκύψει σαφώς η φυσιογνωμία και η πρόταση την οποία θέλουμε να ξανακαταθέσουμε στην ελληνική κοινωνία».

Μετάβαση στο περιεχόμενο