Τοποθέτηση στη Βουλή στο πλαίσιο της συζήτησης για τη Συνταγματική Αναθεώρηση σχετικά με τα άρθρα 24 και 57

Ο Βουλευτής Νίκος Δένδιας, την Πέμπτη 15 Μαΐου 2008 τοποθετήθηκε στην Ολομέλεια της Βουλής κατά τη συζήτηση επί των Αναθεωρητέων Διατάξεων του Συντάγματος.

Μεταξύ άλλων, ο Βουλευτής τόνισε τα ακόλουθα:

«Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κατ’ αρχήν είμαι υποχρεωμένος και εγώ να ξεκινήσω από μία αναφορά στο άρθρο 24, γιατί το άρθρο αυτό είναι κεντρικό, όχι μόνο στο Σύνταγμα της χώρας αλλά και στον ευρύ κοινωνικό διάλογο που διεξάγεται για τα θέματα προστασίας του περιβάλλοντος. 

Θα μου επιτρέψετε να διατυπώσω τη λύπη μου διότι με συγκεκριμένη υπαιτιότητα, την οποία θα μου επιτρέψετε να αναφέρω, δεν κατέστη δυνατόν ούτε τελικά στο πλαίσιο της προηγούμενης Βουλής, αλλά ούτε και της παρούσας Βουλής ένας ευρύτατος διάλογος για τα θέματα του περιβάλλοντος στην Ελλάδα ως όφειλε να γίνει, δεδομένου ότι συζητούσαμε για το άρθρο 24.

Κατ’ αρχήν το άρθρο 24 περιορίστηκε στην ευρύτερη κοινωνική συζήτηση ως ένα θέμα που αφορά μόνο τα δάση και τις δασικές εκτάσεις. Αυτό είναι προφανές και κατέστη προφανέστατο και από την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, όπως κατ’ αρχήν διατυπώθηκε και μετά διορθώθηκε, ότι το άρθρο 24 δεν αφορά μόνο αυτό. Το άρθρο 24 αναφέρεται συνολικά και στο φυσικό και στο ανθρωπογενές περιβάλλον.

 Έχει ζητήματα που έχουν να κάνουν και με τα δάση βεβαίως και με τα δασικά, αλλά ας πούμε και τους βιότοπους και τους υγροβιότοπους, για τους οποίους δεν ακούστηκε απολύτως τίποτα.

 Έχει να κάνει και με τη χωροταξία και με την πολεοδομία που είναι μία παράμετρος, η οποία επίσης, ηθελημένα πιστεύω, αγνοήθηκε και τέθηκε στη γωνία από τα άλλα κόμματα και τις άλλες παρατάξεις. Όλα αυτά έγιναν εξαιτίας του χειρισμού τον οποίο επεχείρησε η Αξιωματική Αντιπολίτευση στο πλαίσιο της προηγούμενης επιτροπής, εκμεταλλευόμενη, αν θέλετε, πταίσμα, πταίσμα, παράπτωμα, παράπτωμα, πέστε το όπως θέλετε. 

Αλλά δεν είναι δυνατόν αυτά τα πράγματα να ισοσκελίζονται σε σχέση με το μείζον, το τεράστιο, τη δυνατότητα των αντιπροσώπων του ελληνικού έθνους να συζητήσουν για το κεντρικό άρθρο που αφορά την προστασία του περιβάλλοντος της χώρας.

Έτσι οι απόψεις, οι οποίες είχαν να κάνουν με θέματα όπως η διατύπωση σκέψεων για το περιβαλλοντικό ισοζύγιο, δεν μπόρεσαν να ακουστούν ποτέ. Κατάφερε η Αξιωματική Αντιπολίτευση μέσα από την αποχώρησή της να κατευθύνει τη συζήτηση σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο. Στο επίπεδο αυτό, θα μου επιτρέψετε να πω, σε αυτήν την παγίδα έπεσε και η Αριστερά η οποία θεώρησε ότι αρνούμενη την αναθεώρηση του άρθρου 24, σηκώνει τη σημαία προστασίας του περιβάλλοντος. 

Αυτό δεν είναι ακριβές, είναι αντιθέτως ανακριβές. Θα μπορούσαμε να συζητήσουμε όλοι τα καίρια και σημαντικά θέματα, διότι υπάρχουν τεράστιες ευθύνες εδώ. Ας αφήσουμε τα δάση και ας πάμε στο ανθρωπογενές περιβάλλον. 

Ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος είχε σαφέστατα αντιληφθεί το πόσο κεντρικό θέμα είναι η χωροταξία στην Ελλάδα -και αυτό είναι επίκαιρο, γιατί έρχεται το γενικό χωροταξικό προς συζήτηση με ό,τι αυτό σημαίνει και ό,τι εκεί θα ακουστεί- είχε περάσει το Ν. 360/76, αν θυμάμαι καλά τους αριθμούς, για τη χωροταξία και είχε αναθέσει τότε στο γραφείο Δοξιάδη και υπάρχει σχέδιο γενικού χωροταξικού έντεκα τόμοι. 

Όμως η κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. το 1981 άφησε όλη τη συζήτηση για το γενικό χωροταξικό και μπήκε στη συζήτηση για την πολεοδομία, για να φθάσει στο Ν. 1337/1983, το γνωστό ως νόμο Τρίτση, ο οποίος ψηφίστηκε χωρίς να υπάρχει γενικό χωροταξικό στη χώρα. 

Αν είναι δυνατόν, να προτάσσεις την πολεοδόμηση από την χωροταξία! Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ξαναγύρισε να συζητήσει τη χωροταξία το 1999 στις τελευταίες κατ’ ουσίαν ημέρες της κυβέρνησης Σημίτη, διότι μετά το 2000 και μέχρι το 2004 η κυβέρνηση Σημίτη κατ’ ουσίαν δεν νομοθετούσε, προσπαθούσε να επιβιώσει με το Ν. 2942/1999, αν θυμάμαι καλά. Όλα αυτά δεν έπρεπε να τα συζητήσουμε εδώ; Δεν έπρεπε να συζητήσουμε το περιβαλλοντικό ισοζύγιο; Διότι έτσι όπως έχουμε αφήσει την κατάσταση, τι συμβαίνει; 

Στην πραγματικότητα εμφανίζεται το Συμβούλιο της Επικρατείας –και εγώ δεν έχω καμία αντίρρηση το Συμβούλιο της Επικρατείας να προασπίσει το περιβάλλον- να νομοθετεί εμμέσως. 

Δεν μπορεί, δηλαδή, η νομοθετική εξουσία, με τον τρόπο που χειρίζεται τα θέματα, να έχει εκχωρήσει συνολικά το χώρο και να επιτρέπει στη δικαστική εξουσία να νομοθετεί εκ πλαγίου. Αυτό δεν είναι παραδεκτό. Αποτελεί εικόνα και βεβαίωση δική μας αποτυχίας, δικού μας ελλείμματος. Ήταν μία τεράστια, λοιπόν, χαμένη ευκαιρία. Θα μου πει κανείς:

«Γιατί λες αυτά τα πράγματα; Δεν γνωρίζεις από την αναλογία των συσχετισμών ότι δεν θα ψηφιστεί το άρθρο 24;» 

Το λέω, διότι αυτός ο διάλογος πρέπει να καταγραφεί έστω ως διάλογος και, εν πάση περιπτώσει, όταν ξανά θα είναι δυνατόν να υπάρξει αναθεώρηση, να ξεκινήσουμε από κάπου πιο προωθημένα, να μην εμπλακούμε πάλι στα ίδια διλήμματα, να μην κάνουμε πάλι τα ίδια λάθη.

Θεωρώ ότι η παράταξη, την οποία έχω την τιμή να υπηρετώ, στο βαθμό που της αναλογούσε, διεξήγαγε αυτό το διάλογο με σοβαρότητα, με υπευθυνότητα και προσπάθησε να τον διευρύνει.

 Όταν αντελήφθη, μετά την πρώτη συζήτηση στην Επιτροπή της προηγούμενης Βουλής ότι τίθεται θέμα διορθωτικών παρεμβάσεων, με ιδιαίτερη γενναιότητα ο Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής ήρθε σ’ αυτό το Βήμα και είπε ότι θα γίνουν διορθωτικές παρεμβάσεις και έγιναν διορθωτικές παρεμβάσεις, όπως διατυπώθηκαν στην πρόταση που έχετε μπροστά σας. Όμως, δεν πετύχαμε να υπάρξει ουσιαστικός διάλογος. 

Μπήκαμε απλώς σε μία διαδικασία, στην οποία η Αριστερά σήκωσε τις σημαίες προστασίας του περιβάλλοντος, θέλοντας να μας χαρακτηρίσει «ως μη σεβόμενοι το περιβάλλον, ως οιονεί οικοπεδοφάγους». Δεν είναι καθόλου έτσι. Έχουμε πράσινες ευαισθησίες και εμείς, όπως έχουν πράσινες ευαισθησίες και όλοι σ’ αυτή τη Βουλή και δεν εκχωρούμε αυτές τις ευαισθησίες σε κανέναν. Το προνόμιο της καρδιάς, το προνόμιο της αγάπης για την πατρίδα, με την ευρύτερη έννοια, δεν το εκχωρούμε σε κανέναν. 

Μας πονάει και εμάς πάρα πολύ, όπως τους πονάει όλους. Να έρθω λίγο στο άρθρο 57. Θα πω ότι με στεναχώρησε και εμένα πάρα πολύ αυτό που άκουσα έξω από την Αίθουσα: «Θα ψηφίσετε το άρθρο 57, θα άρετε το ασυμβίβαστο, γιατί αυτό είναι το συντεχνιακό σας συμφέρον, για να βγάλετε και χρήματα» και μάλιστα ειρωνικά. Δεν είναι έτσι. Κατ’ αρχήν το επάγγελμα είναι δικαίωμα στην προσωπικότητα. Αποτελεί οιονεί ευνουχισμό του ανθρώπου η αδυναμία του να ασκήσει το επάγγελμά του. 

Δεν είναι θέμα βιοπορισμού, δεν είναι θέμα χρημάτων, με τη στενή έννοια, είναι θέμα ολοκλήρωσης της προσωπικότητας του ανθρώπου και ολοκλήρωσης της κοινωνικής του προσφοράς. 

Θα μου επιτρέψετε να πω ότι η πολιτική δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να θεωρηθεί επάγγελμα. Ο καθένας από εμάς, που κάθεται σε αυτά τα έδρανα, οφείλει και πρέπει απόλυτα να έχει, τόσο την αίσθηση του καθήκοντος που είναι αυτονόητο, αλλά και την αίσθηση της προσωρινότητας. 

Η πραγματικότητα του καθενός από εμάς είναι το επάγγελμά του. Η άσκηση αυτού του καθήκοντος είναι κάτι ευκαιριακό, υπό την έννοια ότι ισχύει όσο η κοινωνία και ο λαός του δίνει το δικαίωμα και την τιμή να το ασκεί, αλλά με κανένα τρόπο δεν μπορεί κανείς να είναι συνδεδεμένος με την καρέκλα του. 

Η ύπαρξη του επαγγελματικού ασυμβίβαστου στην πραγματικότητα υφέρπει μία οιονεί υπαλληλική ιδιότητα του Βουλευτή, μία ιδιότητα εξάρτησης από την κομματική ηγεσία και την άσκηση του βουλευτικού καθήκοντος, που είναι τελείως ασυμβίβαστη με την ίδια την ουσία του πολιτεύματος. 

Θεωρώ, λοιπόν, ότι η αναθεώρηση του άρθρου 57, με την οποία -με μεγάλη χαρά το παρατήρησα- συμφωνούν όλοι οι παριστάμενοι σχηματισμοί στην Αίθουσα και μετέχουν στη διαδικασία, είναι κεντρική. 

Πάλι θέλω να σημειώσω την απουσία της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, διότι συνιστά ύπατη ανευθυνότητα.

Με την απουσία αυτή, στην πραγματικότητα ψηφίζουν υπέρ της διατήρησης του ασυμβίβαστου, διότι δεν είναι δυνατόν πραγματικά να λένε και να πιστεύουν ότι από το φθινόπωρο μπορεί να ξεκινήσουμε νέα διαδικασία. 

Δεν είναι πραγματικά δυνατόν να πιστεύουν ότι αυτά τα πράγματα και αυτά τα παιχνίδια μπορεί να γίνονται. 

Επιτρέπουν, λοιπόν, δια της αποχής και ενισχύουν τη διατήρηση ενός απαράδεκτου καθεστώτος!»

Μετάβαση στο περιεχόμενο