Τοποθέτηση στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος

Ο Βουλευτής Νίκος Δένδιας κατά την πρώτη συνεδρίαση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, έκανε την ακόλουθη τοποθέτηση:

 

«Αναφορικά με τις προτεινόμενες αλλαγές στο Σύνταγμα πρέπει να σημειωθεί κατ’ αρχήν ότι καθαρά από νομοτεχνική άποψη το 95%, αν όχι το 100%, των προτεινόμενων αλλαγών στο Σύνταγμα στα συγκεκριμένα άρθρα δηλαδή τα 5,14,17,20,21 και 22 δεν είναι απαραίτητες, αλλά συνάγονται από τα υπάρχοντα. 

Διαφαίνεται ο κίνδυνος στο παρόν Σύνταγμα να πραγματοποιείται κάτι που διέπει την ευρύτερη Ελληνική νομοθεσία, ήτοι η τάση απομάκρυνσης από τις κατευθύνσεις του ρωμαϊκού δικαίου, στις οποίες η ερμηνεία συνιστά σημαντικό τμήμα της διαδικασίας και η ροπή προς μία αγγλοσαξονική προσέγγιση, περιπτωσιολογική, χωρίς κανένα φιλοσοφικό βάθος. 

Πάρα πολλά από αυτά που προτείνονται δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν σοβαρά ως ελλείψεις του παρόντος συντάγματος.Ξεκινώντας από το άρθρο 5, περί προστασίας της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας όλως όσων βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια, δεν είναι δυνατόν να ισχυριστεί κανείς ότι από το παρόν συνταγματικό κείμενο δεν προστατεύονται οι μετανάστες και χρειάζεται ρητή διάταξη στο Σύνταγμα.

Όπως επίσης δεν μπορεί να πει κανείς σοβαρά ότι δεν προστατεύονται οι μη κυβερνητικές οργανώσεις και πρέπει να ενταχθεί διάταξη στο Σύνταγμα, εφόσον υπάρχει το άρθρο 12 περί συστάσεως ενώσεων και σωματείων, το οποίο διέπει όλες ή τις περισσότερες προτάσεις του Συντάγματος. 

Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει αναφορά στο άρθρο 14 περί ελευθερίας του τύπου, το όφειλε να έχει μόνο τις δύο πρώτες παραγράφους, την παράγραφο 1 και την παράγραφο 2. 

Όλο το υπόλοιπο κείμενο του άρθρου 14 αποτελεί μια απίστευτη περιπτωσιολογία, η οποία δεν είναι αντιληπτό σε τι βοήθησε τη χώρα και σε τι βοήθησε την αντιμετώπιση της διαπλοκής. Βεβαίως πρέπει να διερευνηθεί ο τρόπος της αναθεώρησης. Από καθαρά συνταγματικής απόψεως οτιδήποτε μετά την παράγραφο 2 θα μπορούσε να διαγραφεί, αλλά φοβούμαι ότι μια τέτοια πρόταση αφαίρεσης θα συνιστούσε μεθερμηνευόμενη επιβράβευση της διαπλοκής. 

Περισσότερος λόγος πρέπει να γίνει για την προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 17 του Συντάγματος με την προσθήκη παραγράφου περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Είναι αμφισβητήσιμο εάν υπάρχει λόγος για την κατοχύρωση της πνευματικής ιδιοκτησίας ως ρητό δικαίωμα στο άρθρο 17 και εάν υπάρχει έλλειμμα της συνταγματικής τάξεως στο θέμα αυτό.

Η πνευματική ιδιοκτησία είναι ενοχικό δικαίωμα και δεν γίνεται αντιληπτό γιατί το συγκεκριμένο ενοχικό δικαίωμα πρέπει να έχει άλλη αντιμετώπιση από οποιοδήποτε άλλο ενοχικό δικαίωμα. Για να το πούμε παραστατικά, στην Ελλάδα δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίζεται το Σύνταγμα ως ένας χώρος, στον οποίο μπορεί οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα ή οποιοδήποτε πολιτικό πρόσωπο να διατυπώνει τις σκέψεις του ή τις προτεραιότητές του. 

Ενδεικτικά αναφέρεται το παράδειγμα της ΑΕΠΥ. Το Ελληνικό κράτος τιμωρεί την παραβίαση αυτού του ενοχικού δικαιώματος ως ποινικό αδίκημα, ως ουδέν άλλο δικαίωμα στην ελληνική έννομη τάξη, γεγονός αντισυνταγματικό που πρέπει να αλλάξει. Η πνευματική ιδιοκτησία αποτελεί ενοχικό δικαίωμα, το οποίο πρέπει να αντιμετωπισθεί από τον κοινό νομοθέτη. Δεν είναι λοιπόν κατανοητή η έννοια της συγκεκριμένης ρύθμισης. 

Αναφορικά με την τροποποίηση του άρθρο 20 παρ. 1 περί προσωρινής δικαστικής προστασίας, δεν είναι αντιληπτή η διαφορά της προσωρινής δικαστικής προστασίας από τη δικαστική προστασία, ώστε να καθίσταται αναγκαία συγκεκριμένη διάταξη.

Όσον αφορά το άρθρο 21 περί προστασίας των πολιτών από το Κράτος, τίθεται το ερώτημα εάν η εγγυημένη αξιοπρεπής διαβίωση είναι αυτό που πρέπει να περιληφθεί στο Σύνταγμα, καθώς δεν είναι κατανοητό τι συνιστά το ελάχιστο εγγυημένο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης ως ρήτρα στο Σύνταγμα και εάν θα πρόκειται για αγώγιμο δικαίωμα κατά του ελληνικού κράτους, αλλά και με ποιο τρόπο θα διασφαλιστεί το δικαίωμα αυτό. 

Είναι αμφισβητήσιμος ο τρόπος που ο δικαστής θα κρίνει κατά περίπτωση, επί τη βάση δηλαδή της διάταξης του Συντάγματος. Με τον ίδιο τρόπο πρέπει να αντιμετωπισθεί και η πρόταση για το άρθρο 25 παρ. 1 περί προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η προηγούμενη τροποποίηση στην πραγματικότητα αποτελεί απαξίωση των ρυθμίσεων. 

Προς ενίσχυση του ανωτέρω ισχυρισμού αξίζει να αναφερθεί ως παράδειγμα το άρθρο 10, σύμφωνα με το οποίο «κάθε ένας ή πολλοί έχουν το δικαίωμα τηρώντας τους νόμους του κράτους να αναφέρονται εγγράφως στις αρχές». 

Η προηγούμενη αναθεωρητική Βουλή πρόσθεσε την παράγραφο 3, σύμφωνα με την οποία «Η αρμόδια υπηρεσία ή αρχή υποχρεούται να απαντά στα αιτήματα για παροχή πληροφοριών και χορήγηση εγγράφων, ιδίως πιστοποιητικών, σε προθεσμία όχι μεγαλύτερη από 60 μέρες». Αυτή ήταν η θέληση της προηγούμενης Βουλής ως Βουλής που εκφράζει το συνταγματικό νομοθέτη. Η θέληση αυτή στην πραγματικότητα ουδόλως υλοποιήθηκε από το νόμο. 

Συγκεκριμένα ο Ν. 2060/99 ορίζει δυνατότητα της διοίκησης να απαντά με αιτιολογημένη άρνηση. Και αυτό ισχύει σήμερα. Κοινώς η προθεσμία των 60 ημερών του συνταγματικού νομοθέτη ουδέποτε τηρήθηκε, γεγονός που ισχύει για μια σειρά από άλλες ρυθμίσεις που δεν χρειάζονται. 

Και αυτό γιατί η αιτιολογημένη άρνηση δεν συνιστά απάντηση. Από την ανάγνωση του Ν. 2060/99 προκύπτει ότι στην πραγματικότητα δίδεται η ευχέρεια στη διοίκηση να αποφύγει τελείως την απάντηση, να εξηγήσει δηλαδή κατ’ ουσίαν γιατί δεν απαντά. Και υπάρχει μια ολόκληρη περιπτωσιολογία γι΄ αυτό το ζήτημα. Ως προκύπτει από τα ανωτέρω, η συνταγματική διάταξη δεν ελήφθη υπ’ όψιν του κοινού νομοθέτη. 

Ο συνταγματικός νομοθέτης προσπάθησε βεβαίως με υγιή κίνητρα και καλές προθέσεις να αντιμετωπίσει προβλήματα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, τα οποία δεν αντιμετωπίζονται όμως από τον ίδιο. 

Δεν είναι αυτή η αρμοδιότητα του συνταγματικού νομοθέτη, όπως δεν είναι αρμοδιότητά του να υπεισέλθει στο ζήτημα του χρόνου απονομής της δικαιοσύνης. Αυτό το θέμα βρίσκεται στα πλαίσια της πολιτικής δικονομίας και όχι στα πλαίσια της αναθεώρησης του Συντάγματος.

Γι’ αυτό το λόγο εάν θέλουμε πράγματι να έχουμε αποτελέσματα, δεν πρέπει να προσθέσουμε διατάξεις, αλλά πρέπει να αφαιρέσουμε διατάξεις και ερμηνευτικές δηλώσεις. Συγκεκριμένα πρέπει να απαλειφθεί η ερμηνευτική δήλωση κάτω από το άρθρο 5, σύμφωνα με την οποία στην απαγόρευση της παρ. 4 δεν περιλαμβάνεται η απαγόρευση εξόδου με πράξη του εισαγγελέα. Η ανάγκη ύπαρξης αυτής της ερμηνευτικής δήλωσης είναι αμφισβητήσιμη, καθώς συνάγεται από το κείμενο του άρθρου 5. 

Πρέπει επίσης να αρθεί και το άρθρο 5Α, περί του δικαιώματος στην πληροφόρηση, διότι είναι αυτονόητο ότι το δικαίωμα στην πληροφόρηση εντάσσεται στο δικαίωμα της προσωπικότητας και κανένας λόγος δεν υπάρχει για την ύπαρξη άρθρου 5Α. Είναι μάλιστα προκλητικό για τη νοημοσύνη του μέσου ανθρώπου να υπάρχει 5Α. Δείχνει το νομοτεχνικά ατελέσφορο της ελληνικής Βουλής.

Περαιτέρω υπάρχει μια σειρά διατάξεων που θα έπρεπε να αρθούν. 

Αντιθέτως πρέπει να προασπιστούν τα ατομικά δικαιώματα. Συγκεκριμένα πρέπει να αναφερθούμε στο άρθρο 6 που ορίζει τα ανώτατα όρια διάρκειας της προφυλάκισης. Στην Ελλάδα κάποιος ύποπτος για κακούργημα κρατείται για 18 μήνες. Δεν είναι δυνατόν κάτι τέτοιο να θεωρηθεί συμβατό με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αποτελεί έλλειψη ευαισθησίας να μένει κάποιος στη φυλακή χωρίς δίκη για 18 μήνες. 

Αντίθετα υπάρχει ευαισθησία για το αναφέρεσθαι στις αρχές. Εν κατακλείδι πρέπει να γίνει μια μικρή παρατήρηση για το άρθρο 11 που αφορά το δικαίωμα του συνέρχεσθαι. Την απαγόρευση του συνέρχεσθαι την έχει αφήσει ο συνταγματικός νομοθέτης στις αστυνομικές αρχές, γεγονός που οφείλει να αλλάξει.

Το σημείο δηλαδή που αναφέρεται ότι η απόφαση της αστυνομικής αρχής απαγορεύει τις διαδηλώσεις, οφείλει να αντικατασταθεί με τη δικαστική αρχή και να τεθούν όροι και προϋποθέσεις για την υλοποίηση. Δεν είναι ορθό να υπάρχει στο Σύνταγμα μιας σύγχρονης χώρας η δυνατότητα της αστυνομικής αρχής να απαγορεύει τη διαδήλωση.

Από την άλλη, εάν αυτή η εξουσία δοθεί στη δικαστική αρχή, τότε πραγματικά ίσως αξιοποιηθεί αυτή η διάταξη και αντιμετωπισθεί το φαινόμενο που παρατηρείται σήμερα στο κέντρο των Αθηνών. 

Αλλά το φαινόμενο αυτό με κανένα τρόπο δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελεί ευθύνη της αστυνομίας. 

Αδικείται η αστυνομία, αδικείται το πολίτευμα.»

Μετάβαση στο περιεχόμενο